Εύη Μάζη:
«Και η φωνή είναι, σαφώς, ένα όργανο»
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 73-74, Απρίλιος-Ιούνιος 2020)
Με οδήγησαν σε αυτήν οι θερμές συστάσεις ανθρώπων την άποψη των οποίων πολύ
εμπιστεύομαι, και κάποια ενδιαφέροντα βίντεο στο YouTube. Η γοητεία που ασκεί
με την τέχνη της είναι διττή: ως αισθαντική ερμηνεύτρια αλλά και ως εξαίρετη
φλαουτίστρια - και δεν υπάρχει τίποτε ωραιότερο από τον υγρό ήχο ενός φλάουτου
στα αγαπημένα μας τραγούδια. Το αλάνθαστο ένστικτο του «Μετρονόμου» λέει ότι
στο μέλλον θα δούμε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα από αυτήν: την κυρία Εύη
Μάζη!
Ο ποιητής Σωτήρης Κακίσης αναφέρεται σε σας ως «ερμηνεύτρια με ήθος». Εσείς τι
καταλαβαίνετε με αυτόν τον όρο; Πώς ορίζεται το ερμηνευτικό ήθος;
Με τιμά πολύ
αυτό που λέει ο Σωτήρης Κακίσης για μένα. Το ερμηνευτικό ήθος αφορά τη συνέπεια
στη σχέση με αυτό που νοιώθουμε και στον τρόπο που το εκφράζουμε. Με το πόσο
δηλαδή είμαστε συνδεδεμένοι με την αλήθεια μας. Και φυσικά το κατά πόσο όλα
αυτά συντονίζονται και με ένα «σωστό» αισθητικό κριτήριο που να έχει σχέση με
το κάθε τι που καλούμαστε να υπηρετήσουμε. Όσο αφορά το τραγούδι, ζούμε σε μια
εποχή που υπάρχει μια υπερβολή στην έκφραση και πολλές φορές μια επιτήδευση και
ένας στόμφος από τους ερμηνευτές. Θα δανειστώ τα λόγια του Σωτήρη και θα πω πως
το τραγούδι πρέπει να σε οδηγεί εκεί που πρέπει και όχι να το οδηγείς εσύ με
τον μικροεγωισμό σου. Βέβαια, τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψέματος είναι πολλές
φορές δυσδιάκριτα και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Όποιος καταφέρνει να
ισορροπήσει και να υπηρετήσει με συνέπεια, ταπεινότητα και αλήθεια την τέχνη του, έχει σίγουρα
πλεονέκτημα.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τραγούδι σας «Μονομάχος» σε μουσική Δημήτρη Τσάκα και
στίχους Πόλυ Κυριακού. Πώς προέκυψε το ντεμπούτο σας στην (ψηφιακή)
δισκογραφία; Είναι άραγε προάγγελος κάποιας ευρύτερης δισκογραφικής εργασίας
σας;
Ο Δημήτρης
Τσάκας είναι συνεργάτης και φίλος μου.
Κάποια στιγμή, μου είχε βάλει να ακούσω κάποιες μουσικές και τραγούδια
που είχε συνθέσει. Αμέσως ξεχώρισα τον «Μονομάχο». Αγάπησα αμέσως τη μελωδία του και σκέφτηκα
πως θα γινόταν πολύ ωραίο τραγούδι με ελληνικούς στίχους. Έστειλα την μελωδία στον Πόλυ Κυριάκου ο
οποίος ανταποκρίθηκε αμέσως και μου χάρισε τα λόγια. Το τραγούδι κυκλοφόρησε
σαν single από την εταιρία Μικρός Ήρως του Άγγελου Σφακιανάκη. Το τελευταίο διάστημα είναι στις
καλλιτεχνικές μου προτεραιότητες η κυκλοφορία νέων τραγουδιών - προς το παρόν
σε singles. Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει και το
επόμενο μου τραγούδι. Είμαι σε μια περίοδο που με απασχολεί πολύ ο τομέας της
δισκογραφίας.
Ο Πόλυς Κυριακού έχει καταγεγραμμένη πορεία ως
στιχουργός στο ελληνικό τραγούδι. Για τον Δημήτρη Τσάκα, τι θα έπρεπε να
γνωρίζουμε εμείς οι …αδαείς της τζαζ μουσικής;
Ο Δημήτρης Τσάκας είναι ένας λαμπρός σαξοφωνίστας της τζαζ. Έχει στο ενεργητικό του πολλές συνεργασίες με τους σημαντικότερους μουσικούς της ελληνικής τζαζ σκηνής. Σαν συνθέτης έχει κυκλοφορήσει δύο προσωπικούς δίσκους. Είναι ένας μοναδικός καλλιτέχνης με προσωπικότητα και αφήνει σε ό,τι κάνει το στίγμα του.
Εκτός από ερμηνεύτρια, τυγχάνει να είστε και σολίστ σε δύο όργανα - φλάουτο και πιάνο. Έχει προσθέσει κάτι στην ερμηνευτική σας προσωπικότητα αυτή η γνώση; Είναι και η φωνή ένα όργανο, άραγε, σαν τα άλλα;
Ναι, γιατί όλα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι αλληλένδετα. Η μουσική γνώση σίγουρα σου ανοίγει τους ορίζοντες σε σχέση με το τραγούδι. Αλλιώς αντιλαμβάνεται ένας μουσικός ένα τραγούδι που καλείται να ερμηνεύσει και διαφορετικά κάποιος που είναι μόνο τραγουδιστής, χωρίς να σημαίνει φυσικά ότι αυτό είναι καλό η κακό. Και η φωνή είναι, σαφώς, ένα όργανο. Ο τραγουδιστής βέβαια, επειδή εκ φύσεως έχει τον πρωταρχικό ρόλο στην εκτέλεση ενός τραγουδιού, είναι απαραίτητο να διακρίνεται από ένα σύνολο γνωρισμάτων που να συνθέτουν μια καλλιτεχνική προσωπικότητα με δύναμη. Μόνο έτσι θα είναι δυνατός πομπός. Εκτός από μια καλή φωνή - που η ιστορία πολλές φόρες μας έδειξε πως δεν είναι και απολύτως απαραίτητη - απαιτούνται και άλλα προσόντα ορατά αλλά και αόρατα, και μυστήρια κάποιες φορές. Βέβαια, μην ξεχνάμε πως υπάρχουν και υπήρξαν και μεγάλοι μουσικοί με αυτές τις ιδιότητες, που είχαν δηλαδή τα χαρίσματα του τραγουδιστή που βγαίνει μπροστά και συνεπαίρνει τον κόσμο. Και, φυσικά, άφησαν ιστορία.
Αν δεν κάνω λάθος έχετε οικογενειακή καταγωγή από την Κέρκυρα. Έπαιξε κάποιο ρόλο αυτή η σχέση με το συγκεκριμένο νησί με τις τόσες φιλαρμονικές και μαντολινάτες;
Μεγάλωσα στην Πάτρα αλλά η καταγωγή του πατέρα μου είναι από την Κέρκυρα. Σίγουρα στην οικογένεια μου αγαπάμε πολύ τη μουσική. Και έχουμε, ίσως, και ένα επτανησιακό ταμπεραμέντο και μια υπερβολή σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Δεν θα ήθελα να πω κάτι τόσο τετριμμένο όπως ότι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου περιστοιχίζομαι από ήχους και μουσικές, αλλά είναι τελικά αναπόφευκτο! Έτσι είναι! Σε όλες τις γιορτές στα παιδικά μου χρόνια παίζαμε μουσική και τραγουδούσαμε με τους φίλους μας. Σίγουρα, οι ήχοι μιας φιλαρμονικής η μιας μαντολινάτας είναι οικείοι στα αυτιά μου και με συγκινούν ακόμη. Και γι’ αυτό ίσως επιλέγω και είμαι και δασκάλα στη Φιλαρμονική Μαρκοπούλου.
Και τι προσπαθείτε να εμφυσήσετε στους μαθητές σας, πέρα φυσικά από την τεχνική αρτιότητα; Ποιο είναι το διδακτικό και παιδαγωγικό «δόγμα» σας;
Η διδασκαλία της μουσικής είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου που μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά. Προσπαθώ όσο μπορώ να εμφυσήσω στους μαθητές την αξία της τέχνης και της καλλιτεχνικής έκφρασης στη ζωή. Πάλι, όμως, κινδυνεύω να γίνω κλισέ. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται πολύ εύκολα την αξία της τέχνης· δεν είναι αλλοιωμένα από τη ζωή και τις απαιτήσεις της. Οπότε, ίσως δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Επίσης, η τεχνική αρτιότητα είναι ένας παρεξηγημένος όρος. Το θέμα είναι να μπορέσει το κάθε παιδί να βρει τον τρόπο να υποστηρίξει αυτό που θέλει να εκφράσει, δημιουργώντας και εξελίσσοντας τη δική του τεχνική, που θα έχει άμεση σχέση με την ιδιαιτερότητά του. Δεν συμφωνώ καθόλου με τις εξετάσεις και τη δασκαλίστικη αυστηρότητα. Πιστεύω πολύ στην διατήρηση της πρώτης έλξης που νοιώθει το κάθε παιδί για τη μουσική και το ωθεί να τη σπουδάσει. Εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα για τον δάσκαλο: να καταφέρει να διαφυλάξει αυτή τη σχέση και να καλλιεργήσει κυρίως αυτό το συναίσθημα. Όταν το συναίσθημα αυτό παγιωθεί, τότε η αφοσίωση και η μελέτη που χρειάζεται δεν μοιάζει τόσο τρομακτική. Και έτσι κάπως αρχίζει ο καλλιτεχνικός δρόμος του καθενός.
Φαντάζομαι ότι τόσο για έναν μουσικό όσο και για έναν δάσκαλο παίζει μεγάλο ρόλο το παράδειγμα των δικών του δασκάλων. Ποιες φιγούρες έπαιξαν αυτόν τον ρόλο στην πορεία σας; Και τι αποκομίσατε απ’ αυτές;
Ήμουν πολύ τυχερή γιατί είχα σπουδαίους δασκάλους. Καταρχάς, την Έλενα Μουζάλα στο πιάνο που είναι μια μουσικός παγκόσμιας εμβέλειας με μεγάλη καριέρα. Όταν ήρθα από την Πάτρα, σε μικρή ηλικία, με ενέπνευσε κυριολεκτικά. Χρειάζεται ταλέντο και ένστικτο στο πως επιλέγεις τους δασκάλους σου - τους ανθρώπους που θα σε φωτίσουν. Δεν είναι τυχαίο που συναντάμε κάποιους ανθρώπους στη ζωή μας. Ένας από τους λόγους που ξεκίνησα φλάουτο ήταν ο ήχος του στα τραγούδια της «Ρωμαϊκής Αγοράς» και της «Εποχής της Μελισσάνθης» του Μάνου Χατζιδάκι. Εκεί παίζει η Στέλλα Γαδέδη κι έτσι, μοιραία, έγινα μαθήτριά της. Και έμαθα πάρα πολλά, όχι μόνο για το φλάουτο, αλλά και από την ευρεία της σχέση με τη μουσική. Τη θαυμάζω πάρα πολύ και σαν συνθέτρια. Με τη Στέλλα έχουμε μεγάλη πνευματική σύνδεση και ίδιο μουσικό ορίζοντα. Αυτό το καιρό ετοιμάζουμε κάτι μαζί. Πάντα ήθελα να πορεύομαι με ανθρώπους που γνωρίζουν καλά το αντικείμενό τους μέσα από την ερμηνεία, δηλαδή να είναι ενεργοί μουσικοί και όχι απλώς δάσκαλοι. Ένοιωθα, έτσι, ασφάλεια κατά κάποιο τρόπο. Τέλος, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στη δασκάλα μου στο τραγούδι, την Άννα Διαμαντοπούλου, μια καταπληκτική δασκάλα με τρομερή πείρα στην οποία χρωστάω το ότι τραγουδώ σήμερα.
Έχετε συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με δύο τεράστιους Έλληνες δημιουργούς: τον Νίκο Μαμαγκάκη και τον Διονύση Σαββόπουλο. Πώς συνέβησαν οι συναντήσεις μαζί τους και τι αντλήσατε από τον καθέναν; Ας αρχίσουμε από τον μεγάλο συνθέτη από την Κρήτη.
Στον Νίκο Μαμαγκάκη με συνέστησε η Στέλλα Γαδέδη. Συνεργαστήκαμε σε συναυλίες και σε ηχογραφήσεις. Ήμουν πολύ τυχερή που τον συνάντησα στα πρώτα μου βήματα. Πολλές φορές σκέφτομαι πόσο δίκιο είχε σε πράγματα που μου είχε πει πάνω στη μουσική· ήταν ένας πολύ διορατικός άνθρωπος. Ο Μαμαγκάκης είχε έναν πολύ έντονο μουσικό κόσμο και σε καλούσε να μπεις μέσα με την τέχνη σου. Και έπαιρνες πολλά από αυτό - γινόσουν καλύτερος μουσικός. Ήταν ένας πραγματικός συνθέτης που ήταν αφιερωμένος στην τέχνη του, γεγονός που θεωρώ σπάνιο στις μέρες μας.
Κι ο …Νιόνιος;
Τον Διονύση Σαββόπουλο τον προσέγγισα μόνη μου, όταν ήμουν ακόμη μαθήτρια Λυκείου και του συστήθηκα. Με κάλεσε τότε να τραγουδήσουμε κάτι μαζί. Επειδή τον θαύμαζα και τον θαυμάζω απεριόριστα σαν τραγουδοποιό, ήταν μεγάλο γεγονός για μένα. Τότε με είχε αποτρέψει να ασχοληθώ με την μουσική λέγοντας μου ότι κάτι τέτοιο δεν αρμόζει σε μία γυναίκα και δεν της ταιριάζει. Έπαθα ένα τεράστιο σοκ και είχα κυριολεκτικά καταρρακωθεί! Πολλά χρόνια μετά, το έφερε η μοίρα και με κάλεσε να συνεργαστούμε στο μεγάλο αφιέρωμα στο Μάνο Χατζιδάκι στο Ηρώδειο. Του μίλησα για την πρώτη μας συνάντηση και τη θυμόταν αμυδρά. Έκτοτε είχα την τιμή να με επιλέξει στην παράστασή του «Το Φορτηγό» που ήταν η παρουσίαση του πρώτου του δίσκου από νέους καλλιτέχνες. Ήταν μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή για μένα. Επίσης συνεργαστήκαμε και στην παράσταση του περσινού χειμώνα στο θέατρο Άλσος με τα «Τραγούδια των Άλλων». Ο Σαββόπουλος είναι ένας αξεπέραστος τραγουδοποιός και καλλιτέχνης. Είναι τετραπέρατος και μαζί του έμαθα πάρα πολλά. Πάντα έχει να πει κάτι για την μουσική και την παρουσίαση της, που έχει νόημα και βάθος.
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές, με τους οποίους επίσης συνεργάζεστε, είναι με διαφορά το πιο αγαπημένο μου ελληνικό συγκρότημα. Πώς δουλεύουνε μεταξύ τους; Και πώς είναι να δουλεύεις μαζί τους;
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές, ως γνωστόν, είναι ένα από το μακροβιότερα ελληνικά συγκροτήματα. Όλοι τους είναι ένας και ένας σαν καλλιτέχνες και σαν προσωπικότητες - ο καθένας έχει τη δική του μουσική ιστορία. Είναι επίσης μια φοβερή αντροπαρέα που βρίσκεται και παίζει μουσική. Το πώς έχουνε δουλέψει μαζί εκτός σκηνής, τα τόσα χρόνια που συνυπάρχουν, δεν μπορώ να το γνωρίζω απολύτως. Έχουν καταφέρει, όμως, να δημιουργήσουν έναν μουσικό κόσμο απλό, με σπάνια ηχητική ποιότητα. Έχουν ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα πολύ ιδιαίτερο, που μοιάζει με παιχνίδι. Άρχισα να παίζω μαζί τους πριν λίγα χρόνια χωρίς καμία πρόβα και κάθε φορά ανακαλύπτω κάτι καινούργιο από το εκτόπισμα του καθενός τους. Όταν βρίσκομαι μαζί τους εντός ή εκτός σκηνής, είμαι απόλυτα ο εαυτός μου· σαν να είμαι με την οικογένεια μου.
Αυτό που με γοητεύει στους Χειμερινούς είναι η συλλογική διάσταση, η συνύπαρξη σε επίπεδο δημιουργίας και αυτοσχεδιασμού. Εσείς έχετε κάποια καλλιτεχνική ή άλλη ομάδα για να ικανοποιείτε αυτή την ανάγκη του «μαζί»;
Είναι πολύ δύσκολες οι καλές μουσικές συνεργασίες, αλλά πάντα υπάρχει αυτό το κάτι που σε ωθεί να τις αναζητήσεις. Τα τελευταία χρόνια είμαστε συνοδοιπόροι μαζί με τον Κυριάκο Γκουβέντα στην παράσταση Orient Express. Είναι μια μουσική διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι. Επειδή με ενδιαφέρει πολύ το τραγούδι της περιόδου του μεσοπολέμου, νοιώθω πολύ χαρούμενη και πολύ δημιουργική όταν τραγουδώ σ’ αυτό το πρόγραμμα. Επίσης, είναι πάντα φοβερή εμπειρία να συνυπάρχεις με τον Κυριάκο Γκουβέντα επί σκηνής, που τον θεωρώ συγκλονιστικό μουσικό. Η ομάδα μας ξεκίνησε πριν περίπου οχτώ χρόνια και συνεχίζουμε με μεγάλη χαρά τις εμφανίσεις μας. Επιδιώκω την συνύπαρξη με μουσικούς που θαυμάζω και νοιώθω ότι έχουμε τον ίδιο μουσικό ορίζοντα, όπως ο Στάθης Άννινος, με τον οποίο πέρυσι δημιουργήσαμε ένα μουσικό project που λέγεται «Θαλασσογραφία» και ελπίζω πολύ στην συνέχειά του. Με τον Αργύρη Μπακιρτζή, τον Κώστα Βόμβολο και τον Μιχάλη Σιγανίδη, επίσης, φτιάξαμε την δική μας προσέγγιση στο ρετρό που ονομάσαμε «Θέλω να πάρω τα βουνά» και προσδοκούμε κάποια στιγμή να τη βγάλουμε σε δίσκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου