Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Μαρία Γεωργιάδου: Επιρροές και διακειμενικότητα στο έργο του Άλκη Αλκαίου

 




Επιρροές και διακειμενικότητα στο έργο του Άλκη Αλκαίου


 

της Μαρίας Γεωργιάδου



Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 117 του περιοδικού Ουτοπία (Μάιος-Ιούνιος 2016).


 

Ο Άλκης Αλκαίος –κατά κόσμον Βαγγέλης Λιάρος– γεννήθηκε το 1949 στην Κοκκινιά Φιλιατών, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, και σε μικρή ηλικία πολιτογραφήθηκε κάτοικος Πάργας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή των Αθηνών και άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου.[1] Πέθανε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου του 2012.

 

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 1967, σε ηλικία περίπου 18 ετών, με μία διάλεξη που πραγματοποίησε στην Πάργα με θέμα τον ποιητή Κ. Γ. Καρυωτάκη και τον τίτλο: «Κώστας Καρυωτάκης – Ο Ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε».[2] Έντεκα χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1977, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης το ποίημα του Αλκαίου «Σβετλάνα»,[3] και το 1978, στην ίδια εφημερίδα, το ποίημα «Φλεβάρης 1848», το οποίο διάβασε ο Θάνος Μικρούτσικος και αποφάσισε να το συμπεριλάβει στο δίσκο Τραγούδια της λευτεριάς που επρόκειτο να κυκλοφορήσει εκείνη την περίοδο. Από το σημείο αυτό άρχισε μεταξύ των δύο δημιουργών μία συνεργασία δι’ αλληλογραφίας, που οδήγησε στην κυκλοφορία του δίσκου Εμπάργκο το 1982. Το υλικό της δουλειάς αυτής, εμπλουτισμένο με δεκαεννιά ακόμη ποιήματα, κυκλοφόρησε το 1983 σε βιβλίο με τον ίδιο τίτλο από τις εκδόσεις «Εταιρεία Νέας Μουσικής»,[4] ιδρυτής των οποίων ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος. Το έντυπο Εμπάργκο[5] είναι και η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ο Άλκης Αλκαίος.

 

Αφήνοντας όμως στην άκρη τα εργοβιογραφικά στοιχεία και εστιάζοντας στην ίδια την ποίηση του Αλκαίου,[6] θα λέγαμε πως μοιάζει με εκκρεμές που ταλαντεύεται μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας και που ως το τέλος αδυνατεί να διαλέξει πλευρά. Παράλληλα, ο Αλκαίος είναι ένας ποιητής που καθ’ όλη τη διάρκεια της στιχουργικής του πορείας ισορροπεί ανάμεσα στην κοινωνική/πολιτική και την ερωτική ποίηση, με τη ζυγαριά να γέρνει πότε προς την πρώτη (ιδιαίτερα κατά το πρώιμο έργο του)[7] και πότε προς τη δεύτερη, χωρίς ποτέ όμως να χάνει τη διεισδυτική του ματιά σε πρόσωπα και καταστάσεις της κοινωνίας, αλλά και την ερωτική του τρυφερότητα. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που ερωτικό και κοινωνικό συμπλέκονται για να μας δώσουν ένα αποτέλεσμα καθ’ όλα  αρμονικό (Μας κλέψαν τ’ αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμα / κι εσύ φρικάρεις που σου λέω / σ’ αγαπώ – «Το σαράκι του Ρεμπώ»).

 

Ιδιαίτερα έντονα είναι όμως, κατά την πρώτη περίοδο του έργου του Αλκαίου, και τα στοιχεία της καυστικότητας και της ειρωνείας (βλ. «Ταπεινό ρέκβιεμ για το μέλλον ή το άλλο πρόσωπο ενός αυτόνομου» ή «Μετανάστης στο Παγκράτι»), καθώς και η παρουσία σ’ αυτό της ιστορίας και της μυθολογίας [βλ. «Μες στο χημείο του Μαγιού (Τουρκία ’81)» ή «Γαμμαγραφία (Σαλβαντόρ ’80)»], χαρακτηριστικά τα οποία σταδιακά εξασθενούν. Ταυτόχρονα, στις κορυφαίες λυρικές στιγμές του συγκαταλέγονται ποιήματα με παραμυθικό/παραμυθιακό περιεχόμενο (πχ. το «Μεσαιωνικό παραμύθι» ή η «Παντομίμα»), ενώ τόσο το θρησκευτικό στοιχείο, όσο και οι αναφορές σε συγκεκριμένους τόπους της Αθήνας αλλά και ευρύτερα, είναι σταθερές που τον συνοδεύουν σε όλη την ποιητική του διαδρομή.

 

Όσον αφορά ζητήματα έκφρασης, ο στίχος του Αλκαίου βασίζεται πάνω σε αντιθέσεις (κι αν είναι αργά να σε κερδίσω / είναι νωρίς να κάνω πίσω – «Κλίμακα μποφόρ») και σε διαρκώς επανερχόμενα μοτίβα (πχ. το μοτίβο της βροχής, της ανατολής/άνοιξης κ.α.), ενώ σχεδόν πάντα το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται σε ένα «εσύ», με τα πρόσωπα που χρησιμοποιούνται να είναι κατά βάση το α΄ και β΄ ενικό και σπανιότατα το γ΄ (ενικό και πληθυντικό). Επιπλέον, ο ποιητής εμπλέκεται σε ένα αέναο παιχνίδι με τις λέξεις, παίζοντας με διττές σημασίες (χαράζει η μέρα σαν γυαλί / στην κόψη κόβεις βόλτες – «Για μια Ντολόρες»), με ομόρριζες (ονειρευτές κι ονειρεμένοι – «Σταυρόλεξο» ή καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι – «Το κακόηθες μελάνωμα») καθώς και με παρηχήσεις (φύλλα αλκαλικά – «Φύλλα αλκαλικά» ή στο φλου κλεισμένο – «Spleen»). Παράλληλα, στα τραγούδια του Αλκαίου γίνεται συχνά χρήση τολμηρών παρομοιώσεων (σα νούμερα γερμανικά – «Δρομολόγιο» ή ήσουν ωραία σαν εικόνα δακρυσμένη – «Τα ενυδρεία του έρωτα»), αλλά και υπερρεαλιστικών εικόνων (εκεί που στάζει ο Θεός / θ’ απλώσεις τη ζωή σου – «Για μια Ντολόρες» ή έκοψα απ’ το στήθος σου ένα εντελβάις / και δε σε συνάντησα ξανά – «Εντελβάις»). Τέλος, από τη δεύτερη περίοδο του έργου του, ο στίχος που γράφει αρχίζει να απομακρύνεται από την εξιστόρηση του προσωπικού βιώματος και αποκτά συχνά αποφθεγματικό και παραινετικό χαρακτήρα, εκφράζοντας, θα λέγαμε, ό,τι ο ποιητής έχει αποκομίσει από τη ζωή, το απόσταγμά της.

 

Πέρα όμως από τα παραπάνω, σημαντική πτυχή της ποίησης του Άλκη Αλκαίου αποτελούν οι επιρροές που έχει δεχτεί από το έργο άλλων λογοτεχνών κι όχι μόνο λογοτεχνών, καθώς και από την παράδοση του δημοτικού μας τραγουδιού.  Οι επιρροές αυτές αφορούν τόσο το ύφος, όσο και το περιεχόμενο του στίχου, ενώ καίριο στοιχείο της στιχουργικής του είναι η ρητή και σκόπιμη «συνδιαλλαγή» ποιημάτων του με άλλα κείμενα, σημείο στο οποίο εισάγεται η έννοια της διακειμενικότητας, στην οποία θα αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά, στη συνέχεια.  

 

Σύμφωνα με τον Σιαφλέκη, η έννοια της διακειμενικότητας εμφανίστηκε προκειμένου να αντικαταστήσει τον όρο «επίδραση» που αδυνατούσε πλέον να καλύψει επαρκώς το φαινόμενο της λογοτεχνικής επικοινωνίας, καθώς και να συμπληρώσει τα κενά που ο προγενέστερος όρος άφηνε.[8] Πιο συγκεκριμένα, ο όρος διακειμενικότητα («intertextualité» στα γαλλικά) εισήχθη στις γραμματολογικές σπουδές από τη Γαλλίδα θεωρητικό Julia Kristeva η οποία, διευρύνοντας την προηγούμενη προβληματική του ρώσου στοχαστή Μιχαήλ Μπαχτίν για τη «διαλογικότητα» την όρισε ως «το φαινόμενο κατά το οποίο ένα κείμενο απορροφά ένα άλλο, μετασχηματίζοντάς το».[9] Σημείο διαλόγου δύο ή περισσότερων κειμένων (διακείμενο) μπορούν να αποτελέσουν ποικίλα στοιχεία, όπως μία εικόνα, ένα απόσπασμα, ένα πρόσωπο, μία φράση, ή και ορισμένες λέξεις με ειδικό σημασιολογικό βάρος. Τα στοιχεία αυτά, εντασσόμενα σε ένα νέο κείμενο, δηλαδή σε ένα νέο σημασιολογικό περιβάλλον, συνδιαλέγονται, επιβεβαιώνουν ή αναιρούν το παλιό, ενώ την ίδια στιγμή και παρά τη σύνδεσή του με το προϋπάρχον, το νέο κείμενο διατηρεί την «ανεξαρτησία» του και τον προσωπικό του χαρακτήρα. Περαιτέρω επεξεργασία της έννοιας έγινε από τον Gerard Genette, καθώς επίσης και από τον Michel Riffaterre.[10]

 

Παρακάτω θα εξετάσουμε την ποίηση του Αλκαίου υπό το πρίσμα των επιρροών και της διακειμενικότητας, τόσο με το γενικότερο περιεχόμενο όσο και εστιάζοντας στα στοιχεία περικειμένου του έργου του που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δηλαδή στους τίτλους της ποιητικής συλλογής Εμπάργκο και στα μότο.

 






Εμπάργκο: τίτλοι κι επιρροές

 

Η ποιητική αυτή συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες: η πρώτη με τον τίτλο «Ασκήσεις επί πάγου» ισορροπεί μεταξύ ενός βαθύτατου λυρισμού (βλ. «Πρωινό τσιγάρο»), του απόλυτου μηδενισμού (βλ. «Χοάνη»), αλλά και ενός παιγνιώδους ύφους (βλ. «Σουίτα για φαγκότο και κόρνο»). Η δεύτερη ενότητα της συλλογής έχει τον τίτλο «Εκδοχές για την παρακμή» και αποτελεί μία απόπειρα ποιητικής ανάγνωσης της μεσαιωνικής ιστορίας, ενώ η τρίτη με τον τίτλο «Εμπάργκο», που αναφέρεται στον κοινωνικό αλλά και στον ατομικό αποκλεισμό,[11] είναι αυτή που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, καθώς και στον ομώνυμο δίσκο.

 

Όσον αφορά τους επιμέρους τίτλους των ποιημάτων, τρεις από αυτούς «διπλασιάζονται» ή διαιρούνται στα δύο, καθώς περιλαμβάνουν το διαζευκτικό «ή» («Πολυξένη ή τα αλεξίσφαιρα πουλιά», «Ελισάβετ ή επιθαλάμιο του 1600 μ.Χ.» και «Πρωινή ή βραδυνή σερενάτα»), τέσσερις άλλοι είναι γραμμένοι στα λατινικά ή με λατινικούς χαρακτήρες («Comitia curiata», «Terra incognita», «Ipse dixit» και «Francois Villon»), ενώ τρία ποιήματα τιτλοφορούνται ως «Ιντερμέδιο Ι», «Ιντερμέδιο ΙΙ» και «Ιντερμέδιο ΙΙΙ». Επιπλέον, οι τίτλοι δύο ποιημάτων της συλλογής, «Η μπαλάντα ενός φιλήσυχου» και «Η μπαλάντα των μυροφόρων» παραπέμπουν σε τίτλους ποιημάτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ («Η μπαλάντα των μικροαστών», «Η μπαλάντα του έμπορα» κ.ο.κ.), του Βολφ Μπίρμαν («Μπαλάντα για τους ασφαλίτες») αλλά και του Φρανσουά Βιγιόν («Μπαλάντα των αφεντάδων του παλιού καιρού»). Παράλληλα, στον τίτλο «Ταπεινό ρέκβιεμ ή το άλλο πρόσωπο ενός αυτόνομου» εντοπίζουμε επιρροές από το ρωσικό φουτουρισμό και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.[12] Τέλος, ο τίτλος «Κακόηθες μελάνωμα» αποτελεί έμμεση αναφορά στην «Ωχρά σπειροχαίτη» του –ιδιαίτερα αγαπητού στον Αλκαίο– Κώστα Καρυωτάκη.

 

Κ. Γ. Καρυωτάκης

 

Πέρα από το παραπάνω διακείμενο όμως, η ποίηση του Αλκαίου αντλεί αρκετά ακόμη στοιχεία από αυτήν του Καρυωτάκη. Έτσι, όπως και στον Καρυωτάκη, το –αντλημένο από τη ρομαντική παράδοση– μοτίβο της άνοιξης επανέρχεται συχνά, ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αυτή συμβολίζεται μέσω των μηνών της. Έτσι, στον Καρυωτάκη, εντοπίζουμε αναφορές στον Απρίλη ή τον Μάρτη σε 7 διαφορετικά ποιήματα, ενώ στον Αλκαίο σε 18 διαφορετικά ποιήματα/τραγούδια. Στο έργο του Αλκαίου, η –αρκετά πρωτότυπη– λέξη «χίμαιρα» εντοπίζεται σε τρία τραγούδια και πάντα στον ενικό, ενώ στον Καρυωτάκη εμφανίζεται ως «χίμαιρες» σε ανάλογο αριθμό ποιημάτων («Νύχτα», «Δον Κιχώτες» και «Τώρα που μήτε ο έρωτας»). Βέβαια, η κοινή χρήση της λέξης αυτής καθόλου έκπληξη δεν θα πρέπει να μας προκαλεί, καθώς το «όνειρο», οι «ψευδαισθήσεις» και οι «αυταπάτες» αποτελούν οργανικό τμήμα του σύμπαντος και των δύο ποιητών. Για τον Δον Κιχώτη και τον σύντροφό του Σάντσο Πάντσα που αποτελούν διαχρονικά σύμβολα των ιδεολόγων ή των ονειροπόλων (ανάλογα με την οπτική γωνία που τους αντικρίζει κανείς) έγραψε άλλωστε τόσο ο Καρυωτάκης στο ποίημα του «Δον Κιχώτες», όσο κι ο Αλκαίος στο τετράστιχο «Ο Σάντσο Πάντσα στην οδό Σταδίου». Τέλος, το περιεχόμενο αλλά και το καυστικό ύφος ορισμένων από τα πρώτα ποιήματα του Αλκαίου («Ipse dixit», «Σουίτα για φαγκότο και κόρνο», «Ελισάβετ ή επιθαλάμιο του 1600 μ.Χ») προσιδιάζουν στον καρυωτακικό τρόπο γραφής. Έτσι για παράδειγμα, η «Σουίτα για φαγκότο και κόρνο» του Αλκαίου μας φέρνει στο μυαλό το ποίημα του Καρυωτάκη «Ο Μιχαλιός».

 

Γενιά του ’20

 

Εκτός από τον Καρυωτάκη, ο Αλκαίος δέχτηκε επιρροή κι από τους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του ’20. Όπως αναφέρει ο Θάνος Μικρούτσικος στο ένθετο του δίσκου Οι τροβαδούροι της καρδιάς μου: «Η γραφή του Αλκαίου είναι προέκταση του Σαραντάρη,[13] της Πολυδούρη, του Λαπαθιώτη και του Αλέξανδρου Μπάρα. Χωρίς να μιμείται κανένα στίχο τους, μπαίνει στην παρέα επί ίσοις όροις, αν και γράφει στίχο για τραγούδι.»

 

Σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του τόμου Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα:

«Η δεκαετία του 1920 είναι μια γοητευτική, ακαταστάλακτη εποχή, που είχε συνθλιβεί από την επόμενη ιστορική φάση και από την ισχυρή γενιά του ’30. Δεσπόζει το πνεύμα της παρακμής αλλά και η κοινωνική αμφισβήτηση. Είναι η εποχή όπου συμβαίνει ο παράδοξος σε πρώτη ματιά συνδυασμός της μπωντλαιρικής ανίας με το σοσιαλιστικό όραμα.»[14]

 

«Μπωντλαιρική ανία» και «σοσιαλιστικό όραμα» αποτελούν, θα λέγαμε, δύο από τους βασικούς πυλώνες στους οποίους πατά η ποίηση του Αλκαίου, καθώς η ανία, η απουσία νοήματος και η ματαιότητα είναι στοιχεία που αποπνέουν αρκετοί στίχοι του ποιητή, με τα τραγούδια «Θέατρο σκιών» και «Εντελβάις» να είναι τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του ύφους αυτού, με στίχους όπως: Τώρα βυθίζομαι στου κόσμου την ανία / Ρίξ’ τα μαλλάκια σου για να πιαστώ, Μαρία – «Θέατρο σκιών» και Σ’ έναν κόσμο γυάλινο κι αποστειρωμένο / ήσυχα τις μέρες μου περνώ «Εντελβάις».

 

Επιπλέον, το 2009 κυκλοφορεί, μελοποιημένο από το Θάνο Μικρούτσικο, το τραγούδι «Spleen».[15] Η προέλευση του όρου είναι προφανής: «Spleen» είναι ο τίτλος της πρώτης ενότητας των Fleurs du Mal του Μπωντλαίρ, ενώ τον ίδιο τίτλο και το ίδιο εφιαλτικό κλίμα έχει και η συλλογή που εκδίδει ο Κώστας Ουράνης το 1912.[16] Παράλληλα, o Κώστας Καρυωτάκης περιλαμβάνει μία έμμετρη μετάφραση του μπωντλαιρικού «Spleen» στη συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες (1927).

 

Στο ίδιο παρακμιακό κλίμα εντάσσονται λογοτέχνες όπως ο Πόε και ο Ρεμπώ, οι οποίοι είναι παρόντες στο έργο του Αλκαίου, όχι μέσω του έργου τους, αλλά ο πρώτος μέσα από το στίχο Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ Άλλαν Πόε του τραγουδιού «Σαν πλανόδιο τσίρκο», και ο δεύτερος μέσω του δίστιχου για το σαράκι του Ρεμπώ μ’ είχες ρωτήσει / κάποια βραδιά στου σινεμά τα σκοτεινά στο τραγούδι «Το σαράκι του Ρεμπώ». Επιπλέον, το ποίημα «Francois Villon» του έντυπου Εμπάργκο είναι γραμμένο για το Φρανσουά Βιγιόν, τον –κατά τον Ρεμπώ– «γενάρχη» των καταραμένων ποιητών, ο οποίος μάλιστα στο ποίημα αποκαλείται «πικραδερφός». Παρόμοια ατμόσφαιρα κυριαρχεί και στο έργο της Σύλβια Πλαθ, για την οποία ο Αλκαίος γράφει το –καθόλου χαρούμενο– «Χαρούμενο τραγούδι για τη Σύλβια Πλαθ».[17]

 

Νίκος Καββαδίας

 

Ένας άλλος ποιητής ο οποίος έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Αλκαίο είναι ο Νίκος Καββαδίας. Ο ίδιος ο Αλκαίος, στη μοναδική του τηλεοπτική συνέντευξη το 1990 αναφέρει:  «[…] εγώ είχα πίσω μου Χικμέτ, είχα Καββαδία κ.λπ., τους γνωστούς δίσκους που προηγήθηκαν.» Στην περίπτωση αυτή, είναι αρκετά δύσκολο να απομονώσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα που να αποδεικνύουν την επιρροή αυτή. Ο στιχουργός, έχοντας αφομοιώσει το έργο του ποιητή, χρησιμοποιεί στοιχεία του με εντελώς δικό του τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε πως επιδράσεις από τον Καββαδία εντοπίζουμε στο ποίημα «Terra incognita» του Εμπάργκο, στις ταξιδιωτικές εικόνες του «Πόρτο Ρίκο» και άλλων τραγουδιών, καθώς και στη χρήση από τον Αλκαίο ναυτικών όρων (Στη ράδα τα γκαζάδικα «Το πιθάρι και το λυχνάρι»). Επιπλέον, σε στίχους του Καββαδία που αναφέρονται στη δερματοστιξία παραπέμπει το δίστιχο Για μια Ντολόρες χάραξες / το δέρμα σου μια νύχτα του τραγουδιού «Για μια Ντολόρες».

 

Ιδιαίτερη περίπτωση στο έργο του Αλκαίου αποτελεί το τραγούδι με τον αινιγματικό τίτλο «Σιντάρτα» (άραγε αναφορά στον Σιντάρτα Γκαουτάμα –Βούδα– ή στο ομώνυμο βιβλίο του Έρμαν Έσσε;), το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «ωδή στη γυναίκα». Το τραγούδι αυτό θα μπορούσε να συνεξεταστεί με το ποίημα «Γυναίκα» του Καββαδία, καθώς, παρά τις σαφείς διαφορές τους ως προς τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται το θηλυκό «εσύ», έχουν παρόμοιο χαρακτήρα, αφού στην ουσία μιλούν για τις «αρχέγονες ρίζες της γυναίκας». Πιο συγκεκριμένα, το δίστιχο Χίλια τα πλάνα σου, τα χρώματα κι οι τόποι / Ελένη, Κίρκη, Ναυσικά και Πηνελόπη του Αλκαίου παραπέμπει στο στίχο Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία του Καββαδία, ενώ το δίστιχο θα ’ναι για σένα που θα ζω σε αιώνιο κύκλο / ατμός, βροχή, ποτάμι, θάλασσα κι ατμός στους τελευταίους στίχους του ποιήματος «Γυναίκα»: Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω / ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

 

Στον ίδιο δίσκο περιλαμβάνεται και το τραγούδι «Στης γοργόνας το φτερό» που αποτίει φόρο τιμής στο Νίκο Καββαδία, κάτι που δηλώνεται μέσω του υπότιτλου «Το μυστικό μπάρκο του Ν. Κ.», αλλά και από το τελευταίο τρίστιχο που περιλαμβάνει αυτούσιο τον πρώτο στίχο του προαναφερθέντος ποιήματος «Γυναίκα»:

Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία, 
για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία, 
χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.

 

Μάλιστα, το ύφος και το περιεχόμενο του τραγουδιού προσιδιάζουν –εκούσια– στη γραφή του Καββαδία σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσε να του δοθεί εναλλακτικά ο υπότιτλος «à la manière de Nikos Kavvadias».

 

Νίκος Γκάτσος

 

Γκάτσος και Αλκαίος έχουν ένα βασικό κοινό, την ιδιότητα του ποιητή που γράφει στίχους ή αντίστροφα του στιχουργού που γράφει ποίηση. Επιπλέον, και οι δύο εξέδωσαν μία και μοναδική ποιητική συλλογή (Αμοργός και Εμπάργκο αντίστοιχα) προτού στραφούν οριστικά στο στίχο. Ο Αλκαίος παραπέμπει στο έργο του Γκάτσου τρεις φορές, μία άμεσα και δύο έμμεσα. Ειδικότερα, χρησιμοποιεί ένα δίστιχο του Γκάτσου από το «Μια φορά κι έναν καιρό» ως μότο, όχι σε κάποιο τραγούδι, αλλά στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου Οι τροβαδούροι της καρδιάς μου. Οι στίχοι, που χρησιμοποιούνται αυτοαναφορικά και περιγράφουν το χαρακτήρα του έργου του Αλκαίου, είναι οι εξής:

Κυνηγούσα τ’ όνειρο
για να μάθω την αλήθεια

 

Έμμεση αναφορά στον Γκάτσο αποτελεί όμως κι ο τίτλος «Καλοκαίρι στην Αμοργό». Όπως σημειώνει ο Μίλτος Πασχαλίδης στο βιβλίο του, «ο Άλκης δεν είχε πάει στην Αμοργό. Έδωσε τον τίτλο προς τιμήν του Νίκου Γκάτσου, ο οποίος έγραψε το μοναδικό του ποίημα, την αριστουργηματική “Αμοργό”, χωρίς να έχει πάει ποτέ στο νησί.»[18]

 

Επιπλέον, το ακυκλοφόρητο τραγούδι του Αλκαίου «Ξερολιθιές»  παραπέμπει –εσκεμμένα κατά πάσα πιθανότητα– στο τραγούδι «Μια Κυριακή του Μάρτη» του Γκάτσου. Οι πρώτοι στίχοι των δύο τραγουδιών είναι αντίστοιχα οι εξής:

Κάποια Κυριακή του Μάρτη
στις ξερολιθιές

και

Μια Κυριακή του Μάρτη
και μια Σαρακοστή

 

Η περίπτωση «Αγύριστο κεφάλι»

 

Ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια σε στίχους Αλκαίου είναι το «Αγύριστο κεφάλι (Μάης ’98)» που κυκλοφόρησε το 2001 σε μουσική και ερμηνεία του Μίλτου Πασχαλίδη. Ο υπότιτλος αποτελεί έμμεση αναφορά στο γαλλικό Μάη του ’68, κάτι που αποδεικνύεται και από το στίχο τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία. Πιο συγκεκριμένα, το «Αγύριστο κεφάλι» και ειδικότερα το δίστιχο Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το ’πα / εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα κατ’ ουσίαν «απαντά» στον «Μπάλλο» του Διονύση Σαββόπουλου (1971) και στους στίχους Εδώ είναι Βαλκάνια / δεν είναι παίξε γέλασε. Στην πραγματικότητα όμως, το δίστιχο αυτό δεν ανήκει καν στον Σαββόπουλο αλλά αποτελεί παραλλαγή στίχων του Νίκου Εγγονόπουλου, κάτι που επισημαίνεται και στο ένθετο του δίσκου. Οι στίχοι του Εγγονόπουλου εντοπίζονται στο ποίημα «Όρνεον 1748» της ποιητικής συλλογής Η επιστροφή των πουλιών που κυκλοφόρησε το 1946 και έχουν ως εξής:

Μίρκο Κράλη, τι ζητάς;
εδώ δεν είναι παίξε γέλασε:
εδώ είναι Μπαλκάνια

 

Δημοτική παράδοση

 

Κατά την γ΄ περίοδο της στιχουργικής του πορείας, ο Αλκαίος επηρεάζεται βαθύτατα από τη δημοτική μας παράδοση και γράφει με τρόπο που συχνά προσιδιάζει στο δημοτικό τραγούδι.

Έτσι, με βάση το παραδοσιακό ηπειρώτικο:[19]

Kαλότυχα είναι τα βουνά
καλότυχοι είν’ οι κάμποι
που θάνατο δεν καρτερούν
και Χάρο δεν παντέχουν

ο Αλκαίος γράφει:

Kαλότυχα είναι τα βουνά
ψυχή δεν έχουν να πονά, 
καρδιά ν’ αργοπεθαίνει

 

ενώ ο παραδοσιακός στίχος:[20]

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες

 

αλλάζει σε:

Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι

 

Επιπλέον, στο δημοτικό τραγούδι «Στης πικροδάφνης τον ανθό» διαβάζουμε:

Στης πικροδάφνης τον ανθό
έγειρα ν’ αποκοιμηθώ
άιντε λίγο ύπνο για να πάρω
άιντε κι είδα όνειρο μεγάλο

 

ενώ στο τραγούδι «Όλα ζουν αν τα θυμάσαι» το δίστιχο:

Στης πικροδάφνης τον ανθό και στης μυρτιάς τα φύλλα
το δάκρυ σου κοινώνησα και την ανατριχίλα.

 

Παράλληλα, ο παραδοσιακός στίχος:

Ποιος είδεν ήλιο από βραδιού, άστρι το μεσημέρι;

 

«εκσυγχρονίζεται» και στο τραγούδι «Της αγκαλιάς η ξενητειά» εμφανίζεται ως:

και μια γοργόνα με ρωτά
αν είδα ήλιο τη νυχτιά
κι άστρο το μεσημέρι

 

ενώ την παροιμία:

Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει

 

στον Αλκαίο τη συναντάμε ως:

Όποιου του μέλλει να χαθεί ποτέ του δεν πεθαίνει

 

Τέλος, στο ένθετο του δίσκου Ένα υπάρχει η υποσημείωση ότι οι δύο κεντρικές στροφές στο τραγούδι «Του Έρωτα» αποτελούν παραλλαγές σε αμοργιανά δίστιχα. Οι στροφές είναι οι εξής:

Όλος ο κόσμος να ’ναι εδώ
και μια ψυχή να λείπει
μαύρος μου μοιάζει ο ουρανός
και σκοτεινό το σπίτι

Στου Χάρου τις λαβωματιές
βότανα δε χωρούνε
ούτε γιατροί γιατρεύουνε
ούτ’ άγιοι βοηθούνε

 

Όπως είναι φυσικό, οι στροφές στις οποίες περιλαμβάνονται οι στίχοι που αντλούνται από τη δημοτική μας παράδοση είναι γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβο («Πάντα γελαστοί» και «Όλα ζουν αν τα θυμάσαι»), ενώ σε άλλες περιπτώσεις το ίδιο μέτρο χρησιμοποιείται σε ολόκληρο το τραγούδι («Της αγκαλιάς η ξενητειά» και «Του Έρωτα»). Σε δεκαπεντασύλλαβο είναι όμως γραμμένα και τα τραγούδια «Βοριάς φυσάει τα λόγια μου» και «Φύλλα αλκαλικά».

 

Σ’ αυτήν τη φάση του έργου του Αλκαίου εντοπίζουμε όμως κι άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία των δημοτικών μας τραγουδιών, όπως για παράδειγμα, λέξεις σημασιολογικά φορτισμένες από τα δημοτικά τραγούδια, καθώς και συγκεκριμένα σχήματα λόγου. Έτσι, σε δύο τραγούδια («Δρομολόγιο» και «Φέρε μαζί σου χρόνο») γίνεται αναφορά στα «μαρμαρένια αλώνια», ενώ στους στίχους αν είδα ήλιο τη νυχτιά / κι άστρο το μεσημέρι που αναφέρθηκαν παραπάνω, όπως και στο δίστιχο Ποιος είδε δέντρο του βυθού ν’ αποζητά τον ήλιο / στου σκότους το βασίλειο άγιο να γυρνά του τραγουδιού «Κάτω στο μεγάλο ύπνο» κυριαρχεί το σχήμα του αδυνάτου. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιείται το χιαστό:

Όποιος ξεχνάει χάνεται / ραγίζει όποιος θυμάται

Αλλού ματώνει η ομορφιά / κι αλλού το αίμα στάζει

Χαράζουν οι βροχές την πέτρα / και την ψυχή οι ανοχές

Το δέντρο κρύβει το πουλί / τ’ αγρίμι τ’ άγρια δάση

Στα στήθια ανάβουν οι καημοί / και οι φωτιές στ’ αμόνια

Καρδιά να σπάει το μάρμαρο / το κρύσταλλο να λιώνει

 

Τέλος, η γενική σε τίτλους ορισμένων τραγουδιών (πχ. «Του Έρωτα», «Της σιωπής») παραπέμπουν σε παραλογές («Του νεκρού αδερφού», «Του γιοφυριού της Άρτας»), ενώ ο τίτλος «Ηπειρώτικο»,[21] καθώς και ύφος και το περιεχόμενο του ίδιου τραγουδιού προδίδουν γι’ άλλη μια φορά την επίδραση που δέχτηκε ο ποιητής από τη λαϊκή μας παράδοση.

 





Μότο

 

Πέρα από τις παραπάνω άμεσες ή έμμεσες επιρροές, σημαντικότατο στοιχείο εμφανούς διακειμενικότητας αποτελούν τα μότο που αρκετά συχνά χρησιμοποιεί ο Αλκαίος. Όπως διαβάζουμε στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη «ο όρος μότο (από την ιταλική λέξη “motto”, που σημαίνει “απόφθεγμα, ρητό”) χρησιμοποιείται για να δηλώσει το γνωμικό, τον στίχο ή τη σύντομη φράση που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο ενός κειμένου ή εντύπου. Συνήθως, προέρχεται από άλλο κείμενο και τοποθετείται σε περίοπτη θέση, μετά τον τίτλο. […] Το μότο σχετίζεται με το θέμα του έργου, συνδιαλέγεται μαζί του, εισάγει τον αναγνώστη στην προβληματική του συγγραφέα και λειτουργεί ως ερμηνευτικός οδηγός για την κατανόηση του έργου.»[22]

 

Στον Αλκαίο, πέρα από τα 14 τραγούδια τα οποία φέρουν μότο, μότο συναντάμε και στην ποιητική συλλογή Εμπάργκο, καθώς και σε ορισμένα εισαγωγικά σημειώματα ή εισαγωγές δίσκων. Έτσι, αρχικά, το μότο της ποιητικής συλλογής Εμπάργκο είναι το εξής:

Ο πρώτος της γενηάς είναι δεμένος πάνω σ’ ένα δέντρο
Τον τελευταίο τον τρώνε τα μερμήγκια
Γκ. Γκ. Μάρκες

 

Πεσιμιστικό, «κουμπώνει» με τον τίτλο της συλλογής και δεν αφήνει στον αναγνώστη περιθώρια προσμονής μιας «φωτεινής», αισιόδοξης ποίησης. Η ήττα και η συντριβή (της επανάστασης; του οράματος για επανάσταση;) έχει επέλθει και όλοι –από τον πρώτο ως τον τελευταίο– θα τιμωρηθούν για την ύβρη που διέπραξαν να συγκρουστούν μετωπικά με την Ιστορία.

 

Αλλά και η ομώνυμη δισκογραφική δουλειά είναι μία από τα ελάχιστες περιπτώσεις ύπαρξης μότο στην αρχή ενός δίσκου με τη μορφή ενός σύντομου τραγουδιού. Έτσι, ενώ ο δίσκος στο σύνολό του αποτελείται από ποιήματα του Αλκαίου, το πρώτο κομμάτι με τον τίτλο «Εισαγωγή» και διάρκειας περίπου δύο λεπτών αποτελούν μελοποιημένοι στίχοι του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι:

Τους προβολείς στήσε
άπλετο φως στη ράμπα να πέφτει
Η δράση να κυλάει
να παρασέρνεται στη δίνη
Η τέχνη δεν πρέπει ν’ αντανακλά σαν τον καθρέφτη
μα σαν φακός να μεγεθύνει

 

Οι στίχοι αυτοί εκφράζουν την άποψη του Μαγιακόφσκι για τη λειτουργία της τέχνης, άποψη την οποία προφανώς ενστερνίζονται οι δημιουργοί του δίσκου και παραθέτουν στην αρχή του έργου τους προκειμένου να προϊδεάσουν τους ακροατές σχετικά με το τι επιχειρούν να πραγματοποιήσουν μέσω αυτού.

 

Μότο επίσης εντοπίζεται στο ποίημα «Η μπαλάντα των μυροφόρων» της ποιητικής συλλογής Εμπάργκο και πρόκειται για απόσπασμα από ύμνο του Μεγάλου Σαββάτου:

Τί το ορώμενον θέαμα
Τίς η παρούσα κατάπαυσις

 

Αν και η θρησκευτικότητα είναι υπόρρητα παρούσα σε αρκετά ποιήματα του Αλκαίου, «Η μπαλάντα των μυροφόρων» είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου ο ποιητής πραγματεύεται ρητά ένα αμιγώς χριστιανικό θέμα, το οποίο εδώ είναι ο υποθετικός μονόλογος των μυροφόρων, δηλαδή των γυναικών που φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Ιησού μετά τη Σταύρωση. Ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγονται τα δύο κείμενα είναι σαφής.

 

Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 1998, κυκλοφορεί, μελοποιημένο και ερμηνευμένο από τον Μίλτο Πασχαλίδη, το τραγούδι «Νανούρισμα». Το μότο στην αρχή του τραγουδιού προέρχεται από το «Θερινό ηλιοστάσι» του Γιώργου Σεφέρη και είναι το εξής:

Ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά.
Γ. Σεφέρης

 

Στην συνδιαλλαγή αυτή εμπλέκονται τρία έργα: το «Νανούρισμα», το «Θερινό ηλιοστάσι» και (σύμφωνα με μαρτυρία του Μ. Πασχαλίδη[23]), ένα άλλο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, η «Αφήγηση». Ο τρόπος με τον οποίο «συνομιλούν» όμως Σεφέρης και Αλκαίος είναι ο εξής: Ο Αλκαίος βασιζόμενος στο στίχο Ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά γράφει Πάψε να κλαις για ό,τι πέρασε σωστά με στόχο την παραμυθία του «εσύ» στο οποίο απευθύνεται. Παράλληλα, φαίνεται πως το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί το τετράστιχο που λειτουργεί ως ρεφρέν προκειμένου να πείσει όχι μόνο το «εσύ» αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τον πρώτο στίχο του τραγουδιού: Τι παραμύθι να σου πω, ποια ιστορία;

 

Ο Σεφέρης όμως είναι παρών και στο τραγούδι «Πόρτο Ρίκο», αυτή τη φορά όχι μέσω κάποιου μότο, αλλά με μία φράση του, την οποία ο Αλκαίος ενέταξε στη ροή των δικών του στίχων:

Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, Σάουθ Άφρικα
στο Άμστερνταμ δυο τέρμινα και κάτι
γλυστρούσαν οι αγάπες μες στα μάτια του
σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη

 

Την προέλευση του στίχου αυτού δεν θα ήμασταν σε θέση να ξεχωρίσουμε αν δεν υπήρχε στο ένθετο του δίσκου η υποσημείωση:

 

Στο ίδιο τραγούδι «σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη» είναι από επιστολή του Γιώργου Σεφέρη στην αδελφή του.

 

Παράλληλα, στο «Πόρτο Ρίκο» διαβάζουμε και το –πιο γνωστό ίσως– απόφθεγμα του Τσε Γκεβάρα:

Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο
και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει

 

Η απουσία υποσημείωσης σ’ αυτήν την περίπτωση υποδεικνύει ίσως πως ο ποιητής θεωρεί αυτονόητο πως ο καθένας γνωρίζει σε ποιον ανήκει η φράση.

 

Το 2006 κυκλοφόρησε ο δίσκος Υπέροχα μονάχοι, που αποτελεί τον καρπό της τρίτης συνεργασίας του Αλκαίου με τον Μικρούτσικο. Στο δίσκο αυτό, τρία από τα δεκατρία τραγούδια περιλαμβάνουν μότο. Ο στίχος Time is on my side των Rolling Stones χρησιμοποιείται ως αφόρμηση για το τραγούδι «Ωροσκόπιο». Εδώ, το ποιητικό υποκείμενο αναιρεί την αρχική του πεποίθηση πως είναι με το μέρος μας ο χρόνος, και παραδεχόμενος πως ήταν λανθασμένη, καταλήγει στο συμπέρασμα:

Δεν είν’ ο χρόνος με το μέρος κανενός, 
τις Συμπληγάδες του περνά καθένας μόνος.

 

Η «μαγική» και ρομαντική «Παντομίμα» διαφέρει από το συνηθισμένο ύφος των τραγουδιών του Αλκαίου, παραπέμποντας τον αναγνώστη/ακροατή στον κόσμο του παραμυθιού. Γι’ αυτό το λόγο, εκπλήσσεται κανείς διαβάζοντας το μότο του:

Με ποιες λέξεις-κλειδιά
Θ’ ανοίξουμε την πόρτα
Σ’ ένα καινούριο
Συλλογικό όνειρο;
Θ. Αγγελόπουλος

 

Η παραπάνω φράση προέρχεται από συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου και παρ’ όλο που η διατύπωση είναι γεμάτη συμβολισμούς, το ερώτημα για την ανασύσταση του «συλλογικού ονείρου» παραμένει ρεαλιστικό. Στο ρεαλιστικό αυτό ερώτημα, ο Αλκαίος –αδυνατώντας ίσως να βρει την απάντηση– προτάσσει το «όνειρο» και το «παραμύθι», δηλώνοντας πως:

Όποιες λέξεις κι αν διαλέξεις
τ’ όνειρο το καις, 
μίλα τους με παντομίμα
και με μουσικές.

 

Το τρίτο μότο που εντοπίζεται στο δίσκο Υπέροχα μονάχοι προέρχεται από εντελώς διαφορετικό πλαίσιο και συνοδεύει το τραγούδι «Blues on the road». Πρόκειται για τη φράση Περπατάμε ρωτώντας. (Caminamos preguntando. στα ισπανικά) που αποτελεί αρχή του Ejercito Zapatista de Liberacion Nacional, δηλαδή του Στρατού των Ζαπατίστας για την Εθνική Απελευθέρωση. Το σύνθημα αυτό, μαζί με το άλλο σύνθημα των Ζαπατίστας Φτιάχνουμε το δρόμο περπατώντας, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα παραπέμπει σε στίχους του μεγάλου Ισπανού ποιητή Antonio Machado: Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος. Ο δρόμος φτιάχνεται περπατώντας. (Caminante, no hay camino. El camino se hace al andar.), λειτουργούν δηλώνοντας πως «η πράξη της ερώτησης και του συλλογικού στοχασμού είναι μέρος της διαδικασίας της δόμησης της εξουσίας.»[24]

 

Τα μότο επανέρχονται το 2009 σε δύο τραγούδια του δίσκου Ουράνια τόξα κυνηγώ. Το πρώτο μότο, που συνοδεύει το τραγούδι «Το ζεϊμπέκικο της φυλακής», αποτελεί ένας στίχος του Ντύλαν Τόμας:

Τραγουδώ αλυσοδεμένος
σαν τη θάλασσα

 

Το δεύτερο μότο στον ίδιο δίσκο εμφανίζεται στο τραγούδι «Μελόδραμα» ως εξής:

Σύμβολα εμείναμε εποχών
που απάνω μας βαραίνουν
Κ.Κ.

 

Τα αρχικά Κ.Κ. (Κώστας Καρυωτάκης) που χρησιμοποιεί εδώ, υποδηλώνουν την «οικειότητα» που αισθάνεται ο στιχουργός απέναντι στον ποιητή. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγονται τα δύο κείμενα δεν είναι απόλυτα σαφής. Όπως είναι αναμενόμενο, ο στίχος του Καρυωτάκη είναι φανερά απαισιόδοξος. Από την άλλη, στο «Μελόδραμα» τα κουπλέ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πεσιμιστικά, ενώ το ρεφρέν άκρως αισιόδοξο. Θα λέγαμε λοιπόν πως το τραγούδι ακροβατεί μεταξύ των δύο, χωρίς η «πλάστιγγα» να γέρνει προς μία κατεύθυνση.

 

Στον επόμενο δίσκο που κυκλοφόρησε σε στίχους του Αλκαίου, το Πέρασμα (2010), μότο συνοδεύουν 4 από τα 13 τραγούδια. Το «Καράβι στον τοίχο» συνομιλεί με το τραγούδι «Ποιος καίγεται απόψε» του Γιάννη Αγγελάκα. Πιο συγκεκριμένα, στο δίστιχο:

Ποιος καίγεται απόψε
και μύρισε η πόλη αγάπη;

 

ο Αλκαίος απαντά:

Έτσι ήταν πάντα ουρανέ μου κι έτσι θα ’ναι
στο χώμα οι ρίζες στα τυφλά θα προχωράνε
ό,τι δε λέγεται το νου θα βασανίζει
και όποιος καίγεται τη νύχτα θα φωτίζει

 

Από την άλλη, μότο στο τραγούδι «Οι μύστες της ερήμου» αποτελεί μία φράση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης:

Εν αγνοία πάντων διάγομεν
πρώτον εαυτούς αγνοούντες

 

Ο ποιητής στα λεγόμενα του μότο απαντά με τον αποφθεγματικής μορφής στίχο:

τον εαυτό σου δε θα βρεις αν δε χαθείς στον κόσμο

 

Για δεύτερη φορά στίχοι του Ντύλαν Τόμας χρησιμοποιούνται ως μότο στο τραγούδι «Το ποτάμι»:

Μ’ όλο που οι εραστές χάνονται
η αγάπη θα μείνει.

 

Η φράση αυτή «συνομιλεί» με το πρώτο τετράστιχο του τραγουδιού (Κάνουν κύκλους μες στα χρόνια / οι αγάπες σαν φαντάσματα / ήλιοι που ’γιναν φεγγάρια / στα σκληρά παζάρια), ενώ μοιάζει εντελώς άσχετη με τους υπόλοιπους στίχους.

 

Το 2012 κυκλοφορεί σε στίχους Άλκη Αλκαίου και μουσική κι ερμηνεία Μπάμπη Στόκα ο δίσκος Η αυλή των τρελών, στον οποίο εμφανίζονται δύο, αρκετά διαφορετικά από τα προηγούμενα, μότο. Το τραγούδι «Δρόμοι της πέστροφας» εισάγει μία ιδιαίτερα παραστατική εικόνα:

Πώς πλαταίνει και ησυχάζει το ποτάμι
Όταν πλησιάζει τη θάλασσα…
Μάρω Δούκα

 

Το πρώτο τετράστιχο του τραγουδιού «εντάσσει», θα λέγαμε, την παραπάνω φράση της Μάρως Δούκα, ενώ μοιάζει σαν η ίδια η συγγραφέας να είναι το «εσύ» στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής:

Πάντα σου άρεσε τραγούδια να μου λες
που ΄στάζαν έρωτα και πελαγίσια αρμύρα
που ΄λέγαν θάλασσα του ποταμού τη μοίρα
και πύλες του παράδεισου τις εκβολές

 

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το τελευταίο μότο που εντοπίζεται στο –μέχρι στιγμής γνωστό– έργο του Αλκαίου. Αυτή τη φορά, ο ποιητής δεν χρησιμοποιεί στίχο ή φράση κάποιου δημιουργού, αλλά τα εξής λεγόμενα της Κατερίνας Γκουλιώνη[25]:

Υπάρχει κάτι που δεν θα μπορέσετε ποτέ να μου πάρετε
γιατί όλα τα άλλα μου το πήρατε: Το ότι δεν σας μοιάζω.

 

Στην περίπτωση αυτή, το μότο διαφοροποιείται από την πλειονότητα των υπολοίπων σε τρία στοιχεία. Πρώτον, εδώ οι στίχοι του Αλκαίου δεν «συνομιλούν» με το έργο κάποιου ανθρώπου αλλά με τη ζωή (και το θάνατο) του. Δεύτερον, στη «συνομιλία» αυτή εμπλέκεται ολόκληρο το τραγούδι και όχι μόνο κάποιοι στίχοι του. Η διαφοροποίηση αυτή ενισχύεται από τη φράση «Το σύντομο καλοκαίρι της Κατερίνας Γ.» που τίθεται ως υπότιτλος του τραγουδιού. Τρίτον, πρόκειται για το μοναδικό μότο που «ακούγεται» και δεν παραλείπεται κατά την ηχογράφηση.

 

Η εξέταση που επιχειρήθηκε παραπάνω προσπαθεί να προσεγγίσει σε ένα πρώτο μόνο επίπεδο όχι εξαντλητικά ή εξονυχιστικά το διάλογο της ποίησης του Άλκη Αλκαίου με άλλα κείμενα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι πως ο Αλκαίος δεν χρησιμοποιεί λόγια άλλων ευκαιριακά και σε μεμονωμένες περιπτώσεις αλλά αντίθετα, βασιζόμενος εν πολλοίς στον ποικίλων ειδών γραπτό λόγο (ποιήματα, τραγούδια, εκκλησιαστικά κείμενα, δηλώσεις, αποσπάσματα από πεζογραφικά έργα κ.ά.), συμπληρώνει, διαφωνεί και απαντά σε αυτόν, δημιουργώντας διαρκώς αυτό που ο Genette θα ονόμαζε «υπερκείμενο».

 






Βιβλιογραφία & Δικτυογραφία

 

Αλκαίος, Άλκης. Εμπάργκο: ποιήματα. Αθήνα: Εκδόσεις «Εταιρεία Νέας Μουσικής», 1983.

 

Αλκαίος, Άλκης. Τηλεοπτική συνέντευξη στον Θάνο Μικρούτσικο. Η περιπέτεια ενός ποιήματος. ΕΡΤ Α.Ε., 1990. https://www.youtube.com/watch?v=ZPNL9Kk_Bjo.

 

Αραβανής, Σπύρος (επιμ.). «Άλκης Αλκαίος: Εμπάργκο”, εκδ. “Εταιρεία Νέας Μουσικής”, AΘΗΝΑ 1983 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)». Μάρτιος 2, 2012. Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. http://www.poiein.gr/archives/16882.

 

Αραβανής, Σπύρος. «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”». Απρίλιος 27, 2012. Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. www.musicpaper.gr/topics/item/1761-alkis-alkaios-stixoii-wdoi.

 

Αραβανής, Σπύρος (επιμ.) «“…Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός”: Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη, Πάργα 1967 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ – Αποκλειστικότητα), Α’ ΜΕΡΟΣ». Μάιος 23, 2012. Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. http://www.poiein.gr/archives/17857.

 

Για μια κριτική και ριζοσπαστική ψυχολογία. «Αγωνιστική Έρευνα: Εισαγωγή στη Colectivo Situaciones». Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. goo.gl/05Ptps.

 

Θεμιστοκλέους, Θάλεια. «Το μπωντλαιρικό  spleen στη μεσοπολεμική ποίηση». Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. http://www.poeticanet.gr/mpwntlairiko-spleen-stin-mesopolemiki-poiisi-a-1.html?category_id=1.

 

Καραβασίλογλου, Μαριλένα. «Δύο χρόνια από το θάνατο της Γκουλιώνη: έχει αλλάξει κάτι στις γυναικείες φυλακές;». Μάρτιος 17, 2011. Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. goo.gl/aI2qN0.

 

Καστρινάκη, Αγγέλα (επιμ.), Πολίτης, Αλέξης (επιμ.) και Τζιόβας, Δημήτρης (επιμ.). Προλογικό σημείωμα στο Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα: προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, 2012.

 

Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Πρόσωπα – έργα – ρεύματα – όροι. Αθήνα: Πατάκης, 2007.

 

Ορφανουδάκης, Μάνος (επιμ.). «Άλκης Αλκαίος: Το ποίημα Σβετλάνα” και σπάνια Άρθρα από τον Ριζοσπάστη». Ιανουάριος 8, 2013. Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. www.poiein.gr/archives/20760/index.html.

 

Πασχαλίδης, Μίλτος. Αγύριστο κεφάλι: ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2014.

 

Σαραντάκος, Νίκος. «Έγινε άρατος λοιπόν». Απρίλιος 13, 2012. Τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016. https://sarantakos.wordpress.com/2012/04/13/aratos/.

 

Σιαφλέκης, Ζαχαρίας. «Επίδραση και Διακειμενικότητα στη συγκριτική έρευνα της λογοτεχνίας». Σύγκριση 1 (1989): 15-20.



Σημειώσεις

[1] Μίλτος Πασχαλίδης, Αγύριστο κεφάλι: ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2014), 60.

[2] Για ολόκληρη τη διάλεξη: Σπύρος Αραβανής (επιμ)  «“…Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός”: Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη, Πάργα 1967 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ – Αποκλειστικότητα), Α’ ΜΕΡΟΣ», Μάιος 23, 2012, τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016,  http://www.poiein.gr/archives/17857.

[3] Μάνος Ορφανουδάκης (επιμ.), «Άλκης Αλκαίος: Το ποίημα Σβετλάνα” και σπάνια Άρθρα από τον Ριζοσπάστη», Ιανουάριος 8, 2013, τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016, www.poiein.gr/archives/20760/index.html.

[4] Σπύρος Αραβανής (επιμ.), «Άλκης Αλκαίος: Εμπάργκο”, εκδ. “Εταιρεία Νέας Μουσικής”, AΘΗΝΑ 1983 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)», Μάρτιος 2, 2012, τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016, http://www.poiein.gr/archives/16882.

[5] Άλκης Αλκαίος, Εμπάργκο: ποιήματα (Αθήνα: Εκδόσεις «Εταιρεία Νέας Μουσικής», 1983).

[6] Το τι αποτελεί στίχο και τι ποίηση είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο ερώτημα στο οποίο οριστική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί εφόσον εξαρτάται από το κριτήριο που τίθεται κάθε φορά. Εδώ, οι όροι «ποιητής»-«ποίημα» και «στιχουργός»-«τραγούδι» θα χρησιμοποιούνται εκ περιτροπής. Αποκλειστικά χρήση του όρου «ποίημα» θα γίνεται μόνο στα ποιήματα της ποιητικής συλλογής Εμπάργκο που δεν έχουν κυκλοφορήσει μελοποιημένα.

[7] Για την περιοδολόγηση του έργου του Αλκαίου: Σπύρος Αραβανής, «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”», Απρίλιος 27, 2012, τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016, www.musicpaper.gr/topics/item/1761-alkis-alkaios-stixoii-wdoi.

[8] Ζαχαρίας Σιαφλέκης, «Επίδραση και Διακειμενικότητα στη συγκριτική έρευνα της λογοτεχνίας», Σύγκριση 1 (1989): 15.

[9] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Πρόσωπα – έργα – ρεύματα – όροι (Αθήνα: Πατάκης, 2007), «διακειμενικότητα».

[10] Σιαφλέκης, «Επίδραση και Διακειμενικότητα», 18-19.

[11] Άλκης Αλκαίος, τηλεοπτική συνέντευξη στον Θάνο Μικρούτσικο, Η περιπέτεια ενός ποιήματος, ΕΡΤ Α.Ε., 1990, https://www.youtube.com/watch?v=ZPNL9Kk_Bjo.

[12] Αραβανής, «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”».

[13] Ο Σαραντάρης, βέβαια, ανήκει στη γενιά του ’30, τόσο λόγω του ύφους του όσο και επειδή η πρώτη του συλλογή (Οι αγάπες του χρόνου) κυκλοφόρησε το 1933.

[14] Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, και Δημήτρης Τζιόβας (επιμ.), προλογικό σημείωμα στο Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα: προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, 2012), xiii.

[15] Spleen: αγγλική λέξη, ελληνικής καταγωγής (σπλην=σπλήνα), υιοθετημένη από τους γάλλους ποιητές και ιδιαίτερα τον Μπωντλαίρ· σημαίνει: αναίτια μελαγχολία και ανία, αηδία για τη ζωή.

[16] Θάλεια Θεμιστοκλέους, «Το μπωντλαιρικό  spleen στη μεσοπολεμική ποίηση», τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016, http://www.poeticanet.gr/mpwntlairiko-spleen-stin-mesopolemiki-poiisi-a-1.html?category_id=1.

[17] Εδώ θα πρέπει να σημειωθούν τρεις ανεξάρτητες περιπτώσεις διακειμενικών αντηχήσεων: α) στο «Σάρκινο λόγο» του Γιάννη Ρίτσου μας παραπέμπουν ορισμένοι στίχοι του τραγουδιού «Κλίμακα μποφόρ». Ειδικότερα, στο Ρίτσο διαβάζουμε: Τι όμορφη  που είσαι. με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω, ενώ ο Αλκαίος γράφει: άσε τα φώτα αναμμένα, / αμίλητος να σε κοιτώ, / να σε πεινώ, να σε διψώ. β) Οι στίχοι Όσα δε ζήσαμε μας ζούνε στην ουσία / όσα δε ζήσαμε θα ζουν στη φαντασία («Μελόδραμα») του Αλκαίου θυμίζουν το δίστιχο όσα δε ζήσαμε / αυτά μας ανήκουν του Τάσου Λειβαδίτη (25η ραψωδία της Οδύσσειας) και γ) Το δίστιχο του Αλκαίου μ’ ένα σαράκι να τους τρώει / σε πλήρη σύγχυση αθώοι («Τσουλήθρα») παραπέμπει ρητά στο στίχο Παραμένω εν πλήρει συγχύσει αθώος του Μιχάλη Κατσαρού από το ποίημα «Πώς να καταχωρήσω;» (Κατά Σαδδουκαίων)

[18] Μίλτος Πασχαλίδης, Αγύριστο κεφάλι, 191.

[19] Αραβανής, «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”».

[20] Αραβανής, «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”».

[21] Σύμφωνα με τον Μίλτο Πασχαλίδη, ο στιχουργός δεν είχε δώσει τίτλο στο τραγούδι και είχε γράψει προσωρινά μέσα σε παρένθεση τη λέξη «ηπειρώτικο». Ο Πασχαλίδης ήταν αυτός που τελικά αποφάσισε να κρατήσει τη λέξη αυτή ως τίτλο.

[22] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, «μότο».

[23] Μίλτος Πασχαλίδης, Αγύριστο κεφάλι, 71-72.

[24] «Αγωνιστική Έρευνα: Εισαγωγή στη Colectivo Situaciones», Για μια κριτική και ριζοσπαστική ψυχολογία, τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016, goo.gl/05Ptps.

[25] Η Κατερίνα Γκουλιώνη, απεξαρτημένη, μητέρα και κρατούμενη για κατοχή ναρκωτικών στις γυναικείες φυλακές Θήβας, βρέθηκε νεκρή τις 19 Μαρτίου του 2009 στο πλοίο που την μετέφερε προς τις φυλακές της Κρήτης. Βρέθηκε πισθάγκωνα δεμένη και με αίματα στο πρόσωπό της, χωρίς να εξακριβωθεί ποτέ τι συνέβη. Λίγο καιρό πριν το θάνατό της είχε συντάξει μία συγκλονιστική επιστολή-καταγγελία για την κακομεταχείριση των γυναικών στις ελληνικές φυλακές και ιδιαίτερα για το μεγάλο θέμα της κολπικής εξέτασης. Για περισσότερα: Μαριλένα Καραβασίλογλου, «Δύο χρόνια από το θάνατο της Γκουλιώνη: έχει αλλάξει κάτι στις γυναικείες φυλακές;», Μάρτιος 17, 2011, τελευταία ανάκτηση Φεβρουάριος 9, 2016, goo.gl/aI2qN0.