Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Συνέντευξη με τον Λάκη Παπαδόπουλο

 




Λάκης Παπαδόπουλος:

«Είναι μάγισσα; Είναι τραγουδίστρια; Είναι ξωτικό;»



Ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ μιλάει για την τέχνη του και τη συνάντηση με την Αρλέτα.

 

 

τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 72, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2019)

 


Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 γνωρίζεται με την Αρλέτα και αποκτούν έναν κοινό δημιουργικό βηματισμό που οδηγεί στο «Περίπου» το 1984 και στο «Τσάι γιασεμιού» το 1985. Με αυτές τις δύο δισκάρες, η Αρλέτα παγιώνει την προσωπική της μετα-νεοκυματική ταυτότητα που είχε αρχίσει να οικοδομείται με το «Ένα καπέλο με τραγούδια». Τρεις δεκαετίες μετά, ο ίδιος υπογράφει τις συνθέσεις στο «Η γιαγιά μου μαγειρεύει όνειρα τηγανητά», τον τελευταίο δίσκο που ηχογράφησε η Αρλέτα. Η μελωδική του ευχέρεια γέννησε μερικά από τα πιο δημοφιλή της τραγούδια: «Σερενάτα», «Τσάι γιασεμιού», «Στραγάλι», «Batida de coco», και, φυσικά, «Τα ήσυχα βράδια». Αλλά και «Black and White» και «Ώρα σελήνης» και «Αρτεσιανό μου φρέαρ» και «Το μπαρ της Τέτης και της Κατερίνας». Ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο αγαπημένος Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ, μας μιλάει για την «αμίμητη φωνή» με τη γνωστή αμεσότητα και τον παρορμητισμό του.

 


Πώς γνωριστήκατε με την Αρλέτα;

 

Η γνωριμία μας έγινε στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι το 1981. Ήταν στο ακροατήριο, στην αίθουσα, κι εγώ ήμουν διαγωνιζόμενος με δύο τραγούδια. Άκουσε τα τραγούδια και ζήτησε να με γνωρίσει. Δώσαμε ένα ραντεβού για το φθινόπωρο, την πήρα τηλέφωνο και συναντηθήκαμε σπίτι της. Μου είπε «ένα-δύο τραγούδια θα πω» και τα δύο έγιναν δύο δίσκοι.

 

Το «Περίπου» και το «Τσάι Γιασεμιού».

 

Ακριβώς.

 

Πώς δουλεύατε μαζί;

 

Ατέλειωτες ώρες. Η Αρλέτα είναι πολύ αργή, θέλει να σε γνωρίσει πρώτα, να μιλήσετε, να ασχοληθείτε. Είχε ένα σπίτι γεμάτο γάτες, μετά είχε σκύλους, περνούσαμε ωραία από το πρωί μέχρι το βράδυ για έναν χρόνο, μέχρι να ηχογραφήσουμε τον πρώτο δίσκο.

 

Ως δημιουργός, τι σήμαινε το να γράφετε για τη συγκεκριμένη φωνή;

 

Καταρχήν, η Αρλέτα ήταν μια φωνή που μου άρεσε. Και μου έδωσε το εισιτήριο να μπω στο έντεχνο τραγούδι, στις μπαλάντες. Έγραφα τραγούδια, αλλά μαζεμένα σ’ έναν δίσκο ποτέ δεν είχα κάνει.

 







Προσαρμόσατε τη μουσική γραφή σας στην Αρλέτα;

 

Εγώ μπορώ να γράψω για οποιονδήποτε τραγούδια. Τη μαγιά την είχα με κάποιες μπαλάντες και πολύ εύκολα για μένα συμπλήρωσα τον δίσκο, σε πολύ λίγο χρόνο. Βρήκα και ιδιαίτερους στίχους, και συνεννοηθήκαμε πλήρως με την Αρλέτα. Εκείνη μου σύστησε - και τους δέχθηκα αμέσως - μια σειρά από επίλεκτους φίλους της μουσικούς, επαγγελματο-ερασιτέχνες αλλά σπουδαίους, και κάναμε τον πρώτο δίσκο.

 

Ποιο τραγούδι σας ξεχωρίζετε από τη συνεργασία σας;

 

Κοιτάξτε, αυτά που ξεχώρισε ο κόσμος είναι από τον πρώτο δίσκο η «Σερενάτα», κι από τον δεύτερο δίσκο τα «Ήσυχα βράδια», το οποίο είναι πλέον ένα τοπ τραγούδι για ολόκληρη την Ελλάδα. Το χαρακτηρίζει μια υψηλής ποιότητας λυρική μελωδία, και δεν είναι δική μου γνώμη αυτό.

 

«Η γιαγιά μου μαγειρεύει όνειρα τηγανητά».

 

Δεν πρόλαβε, πέθανε, και δεν μπόρεσε να το υποστηρίξει. Παρόλα αυτά, αρέσει αυτό το cd στους ειδικούς, στο κοινό της Αρλέτας. Το έβγαλε η Feelgood αλλά δεν προχώρησε, ούτε ένα βίντεο-κλιπ δεν έγινε. Ήταν να γίνει συναυλία στο Ηρώδειο, αλλά ακυρώθηκε.

 

Η συγκυρία όμως ήταν συγκλονιστική, συνέπεσε η έκδοση του δίσκου…

 

…με τον θάνατό της.

 

Κάπου είχα διαβάσει ότι της παίξατε κάποια από τα τραγούδια όταν ήταν στο νοσοκομείο.

 

Είχα πάρει το τηλέφωνο με ακουστικά και λέω «θα της βάλω να ακούσει». Ήταν στην εντατική. Μιλούσε πολύ σιγά και κουνούσε τα μάτια της. Της έβαλα να ακούσει 2-3 τραγούδια και είδα πως συγκινήθηκε. Ήρθαν οι γιατροί και μου είπαν «τι κάνετε τώρα;», η Αρλέτα στεναχωρήθηκε αλλά οι γιατροί ήταν ανένδοτοι. Αυτό θυμάμαι.

 

Έχετε πει ότι δεν πρέπει να λέμε ότι η Αρλέτα είναι η Joan Baez της Ελλάδας αλλά ότι η Joan Baez είναι η Αρλέτα της Αμερικής.

 

Joan Baez έχουν βγει πάρα πολλές σ’ όλη τη γη. Η φωνή της Αρλέτας δεν είναι ανθρώπινη, είναι σαν ν’ ακούς το ρυάκι. Έχει τη δική της σφραγίδα, τη δική της προσωπικότητα, σπάνιο για την παγκόσμια φωνητική, είναι αμίμητη η Αρλέτα. Έχει αυτό που λες: «Είναι μάγισσα; Είναι τραγουδίστρια; Είναι ξωτικό;». Η Joan Baez έχει μια σταμπιλαρισμένη φωνή, πολύ ωραία αλλά συγκεκριμένη, σαν να λέμε ο «θηλυκός Bob Dylan». Απλώς η Ελλάδα έχει δέκα εκατομμύρια, είναι ένα μικρό κράτος, μια μικρή μερίδα στην παγκοσμιοποίηση, ενώ η αγορά που ακούει την Joan Baez και τον Bob Dylan έχει πόσα δισεκατομμύρια. Αν ήταν στην Αμερική η Αρλέτα, είμαι σίγουρος ότι θα διαπρέπαμε όλοι. Θα γινόμασταν παγκόσμιοι.

 

Και είναι και πολύ υποτιμητικά τα βραβεία που δίνουνε. Έδωσαν στον Χατζιδάκι για «Τα παιδιά του Πειραιά», τραγούδι που ο ίδιος ο Χατζιδάκις το απέρριψε. Πήρε το βραβείο και γελούσε, δεν το ήθελε. Δηλαδή, αυτή είναι η Ελλάδα, ο «Ζορμπάς» του Θεοδωράκη και «Τα παιδιά του Πειραιά» του Χατζιδάκι; Και μέσω των ταινιών θυμήθηκαν ότι υπάρχει και η Ελλάδα; Στα άλλα κράτη γίνονται εκστρατείες από τη βιομηχανία της μουσικής και έχουν έσοδα, η Αγγλία και η Αμερική έχουν μονοκρατορία της μουσικής, και για χρόνια λυμαίνονται την παγκόσμια μουσική.

 

Όταν αρχίζετε να ακούτε την Αρλέτα, φαντάζομαι ότι αυτή βρίσκεται στο μεταίχμιο όπου από το Νέο Κύμα περνάει στην μπαλάντα, σ’ ένα είδος τραγουδιού πιο κοντά προς εσάς.

 

Ναι, γιατί η Αρλέτα στο Νέο Κύμα δεν μου έλεγε κάτι, δεν μου άρεσε. Την Αρλέτα τη χάρηκα σε τέσσερα τραγούδια: τρία από την «Τρίτη Ανθολογία» του Γιάννη Σπανού και ένα τραγούδι που λέγεται «Του ανέμου και της παινεμένης», μια υπέροχη μπαλάντα του Μίκη Θεοδωράκη.

 

Γιατί συνδεθήκατε περισσότερο με την Αρλέτα της «Τρίτης Ανθολογίας»;

 

Γιατί το αισθητήριο του ελληνικού κοινού είναι πάντα στα σπάργανα. Κι όταν βγει κάτι προχωρημένο και δυνατό… Το «Σ’ είπανε θεό», το «Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι» και «Ο θρήνος της μάνας» για μένα είναι τα καλύτερα τραγούδια του Γιάννη Σπανού. Δεν μου αρέσουν πολλά πράγματα για τα οποία λιώνει ο Έλληνας. Το γούστο μου είναι …ανθελληνικό, αν θέλετε, και καμαρώνω κιόλας. Νοιώθω πολλές φορές σαν κατάσκοπος αμερικάνικου τραγουδιού στην Ελλάδα. Και με τους όρους μου επιβιώνω.

 

Πώς ήρθατε σε επαφή με την αμερικάνικη μπαλάντα;

 

Μεγάλωσα με Roy Orbison, Neil Sedaka, Platters και Bobby Darin, με Σοφία Βέμπο, με Τρίο Καντσόνε, με Νάνα Μούσχουρη σε Χατζιδάκι, με Μαίρη Λίντα σε Θεοδωράκη, με Μπιθικώτση κατά κάποιον τρόπο, με Καζαντζίδη, με Αττίκ, με Σπήλιο Μεντή, με Αλέκο Γεωργιάδη. Πόσους να σας πω; Μεγάλωσα μ’ αυτά αλλά μεγάλωσα και με το «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις» που οι λαϊκοί το θεωρούν καντάδα. Δεν είναι καντάδα, είναι απ’ τα μεγαλύτερα λαϊκά τραγούδια.

 

Πήγατε Αμερική; Ρωτάω για τη σύνδεσή σας με τα αμερικάνικα τραγούδια γιατί υποθέτω ότι αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που σας έφερε και πιο κοντά με την Αρλέτα.

 

Κοιτάξτε, έπαιζα τραγούδια σ’ ένα μικρό κρουαζιερόπλοιο που λεγόταν Jason, του Ποταμιάνου, και σ’ ένα άλλο που λεγόταν Argonaut. Πολύ μικρά, 4.000 τόνοι, τώρα τα κρουαζιερόπλοια είναι 130.000 τόνοι. Στο δικό μου με την παραμικρή τρικυμία αγκομαχούσαμε μέσα, πολύ επικίνδυνα ταξίδια, να περνάμε Ατλαντικό με παρακλάδι τυφώνα, υποφέραμε. Μες στο κρουαζιερόπλοιο ήμουνα, δεν ήμουνα στην Αμερική. Πιάναμε Καραϊβική, Μαϊάμι, γυρίζαμε Μαύρη Θάλασσα, πηγαίναμε Μεσόγειο, ανεβαίναμε έξω από τη Νορβηγία. Γύρισα πάρα πολλά μέρη και χάρηκα την τεράστια γη και την τεράστια έκταση της θάλασσας. Περνούσα τακτικά τον Ατλαντικό και για μέρες έβλεπα μόνο τη θάλασσα και τον ουρανό. Αυτά όλα τα έζησα και γι’ αυτό νοιώθω πολίτης της γης.

 

Όταν κατέβηκα από τα πλοία, διάβασα αμερικάνικη ποίηση κατόπιν παρότρυνσης του αδερφού μου, Γιάννη ή Τζανή Παπαδόπουλου, ο οποίος ήταν και ο παραγωγός σε πολλούς δίσκους μου. Ο Τζανής ήταν, δηλαδή, το δεύτερο μάτι μου. Διάβασα Ginsberg, διάβασα Bukowski.

 






Μιας που μιλάμε για ποίηση, θα ήθελα δυο κουβέντες για τους δημιουργούς που έδωσαν στίχους για τα τραγούδια σας με την Αρλέτα. Κυριάκος Ντούμος.

 

Με τον Κυριάκο Ντούμο είχαμε κάνει καταρχήν το «Έτσι απλά σ’ αγαπώ», το «Σταθμό Λαρίσης» και το «Και θα χαθώ» - τα δύο τελευταία ειπώθηκαν στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού του Χατζιδάκι στην Κέρκυρα. Γράψαμε και τραγούδια για την Αρλέτα, όπως το «Έρχεται κρύο», το «Στο γραφείο» και άλλα. Επίσης, με τον Κυριάκο έχουμε κάνει και το «Για να σ’ εκδικηθώ», τη μεγάλη επιτυχία του Μητροπάνου. Ο Κυριάκος Ντούμος είναι παιδί του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ακολουθεί αυτή τη γραμμή, γράφει καταπληκτικά.

 

Μαριανίνα Κριεζή.

 

Η Μαριανίνα Κριεζή είναι κορυφαία. Αργεί να βγάλει τραγούδι, αλλά όταν το βγάζει δεν μπορείς να πετάξεις ούτε ν’ αλλάξεις λέξη.

 

Νίκος Καββαδίας.

 

Ο Καββαδίας μου άρεσε πολύ και βγάλαμε δύο τραγούδια του Καββαδία με την Αρλέτα, το “Black and White” και το “William George Allum”, για τα οποία είμαι ενθουσιασμένος. Ο Καββαδίας είναι ένας εργάτης του στίχου και έχει γλώσσα απλή χωρίς να είναι απλοϊκή. Τον παρομοιάζω με τον ζωγράφο τον Θεόφιλο που μιλάει στις ψυχές όλων των Ελλήνων. Βέβαια, ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν ο πρώτος που μου άρεσε, μελοποίησε πολύ ωραία Καββαδία. Και η Μαρίζα Κωχ επίσης. Τα δύο τραγούδια του Καββαδία που τραγούδησε η Αρλέτα μου αρέσουν πολύ, και δεν το λέω επειδή είναι δικά μου. Δεν έτυχαν αναγνώρισης και σπάνια ακούγονται στα ραδιόφωνα.

 

Sunny Μπαλτζή

 

Εγώ την ανακάλυψα, ένα μικρό κοριτσάκι τρυποκάρυδο ήτανε. Η Sunny Μπαλτζή είναι γκανιάν, προχώρησε με άλματα, συνεχίζει και γράφει για την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, για τον Μαραβέγια, είναι φίλη μου και την πιστεύω. Όσο για τα τραγούδια που έγραψε για την Αρλέτα, δεν παίζονται, κάποια πλησιάζουν και την ποίηση. Η Αρλέτα μερικές ηχογραφήσεις τις άκουσε από το τηλέφωνο και έκλαιγε. Τόσο σπουδαία δουλειά ήταν από πλευράς στίχου, μουσικής και ερμηνείας.

 

Πώς επηρέασε ο Λάκης Παπαδόπουλος την Αρλέτα και πώς η Αρλέτα τον Λάκη Παπαδόπουλο;

 

Η Αρλέτα, όπως όλοι οι τραγουδιστές, ήταν οργανωμένη στις συναυλίες: είχε την ώρα της πρόβας, είχε το δίωρο πριν αρχίσει η παράσταση. Εγώ πήγαινα στο παρά πέντε και ήταν πάντα ανήσυχη τις πρώτες φορές. «Αρλέτα, μην ανησυχείς, θα γίνουν όλα» της έλεγα, και γίνονταν θαύματα. Ήταν ευτυχισμένη και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη απέναντί μου. Εγώ είμαι πρόχειρος αλλά και πολύ ταχύς. Δίνω μεγάλη βαρύτητα στο περιεχόμενο, όχι στο περιτύλιγμα.

 

Η Αρλέτα ήταν πολύ έξυπνη. Γενικά, όσο πιο φίρμα είναι ο τραγουδιστής, τόσο λιγότερο ακούει τους συντελεστές. Και δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι φίρμα, αλλά αν δίνει σημασία σ’ αυτούς τους εργάτες που κάνουν πλούσιο έναν τραγουδιστή. Ο ένας εργάτης είναι ο στιχουργός κι ο άλλος ο συνθέτης, ο τραγουδοποιός. Της Αρλέτας της τα έδωσα τα τραγούδια και στην αρχή τα τραγούδαγε σαν Νέο Κύμα. Όταν τα άκουσα σαν Νέο Κύμα, λέω μέσα μου «καταστράφηκαν τα τραγούδια, δεν πειράζει, τι να κάνουμε, τιμή μου που μπήκα στο κλίμα της Αρλέτας του Νέου Κύματος». Μου είπε, όμως, μια σοφή κουβέντα, κι εκεί κατάλαβα το μεγαλείο της. Μου λέει «ωραία, τα είπα εγώ, τώρα γραψ’ τα σ’ ένα μαγνητόφωνο με τη φωνή σου». Καταλάβατε;

 

Πρώτα άκουσε τη δική σας εκδοχή και μετά τα τραγούδησε στην τελική ηχογράφηση;

 

Ακριβώς. Έγινε η τελική ηχογράφηση και τα άκουσα ακριβώς όπως ήθελα να τα τραγουδήσει. Έτσι ξεφύγαμε απ’ το Νέο Κύμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: