Ο Οδοιπόρος Μάνος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης
του Κώστα Φασουλά
O Μάνος, ο αγαπημένος μου Μάνος, αυτός ο Αλκιβιάδης με την γοητεία του αινίγματος στα μάτια, είναι το «Σύννεφο με παντελόνια» που κάποτε φαντάστηκε ο Μαγιακοφσκι. Στις επίγειες διαδρομές του μεταφέρει όλες σχεδόν τις ουράνιες συνήθειες του…
Γαλήνιος, εκρηκτικός, φωτεινός, συννεφιασμένος, βροχερός, ηλιοσταλαχτος. Μπαίνει στο αυτοκίνητο. Καθαρός πάντα σαν απάτητο χιόνι. Μετά, το «Γεια σου Κώστα, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω», ακολουθει μια μακρόσυρτη σιωπή. Τη σέβομαι. Σκέφτομαι, κάποια λέξη θα ψάχνει. Ποια να’ ναι αραγε; Μπαίνω κι εγώ στην αναζήτηση... «Βλέπεις Μάνο μου»,- εδώ σπάω τη σιωπη, προκαλώντας λέξεις και εικόνες- «τα δέντρα, οι άνθρωποι, η παράξενη ησυχία της πόλης, το κορίτσι που μόλις πέρασε κάπως λυπημένο, φαντάσου να ζούσε στις μέρες μας ο Παπαδιαμάντης» και άλλα τέτοια, δε φαίνονται να τον συναρπάζουν, ούτε να μαρτυρούν τη λύση της παράξενης σιωπής του. Περιμένω. Σωπαίνω κι εγώ με τη σειρά μου. «Ξέρεις θα πάμε σε εκείνο το γωνιακό». Μου λέει. «Α! ξέρω» του απαντώ. «Εκεί που το παιδί που μας σερβίρει, γνωρίζει ότι εσύ θέλεις δυο παγάκια στο ουίσκι, ενώ εγώ θέλω τέσσερα». Εκεί ακριβώς, μου απαντά. Καθόμαστε. Με τις άκρες των δακτύλων του ζυγιάζει το ωραίο του καπέλο. Ανάβει τσιγάρο. Το σύνορο του καπνού, το έχει ορίσει από καιρό. Το πολύ μέχρι τη ρίζα της γλώσσας. Το σβήνει νωρίς. Είναι η στιγμή που ομοιοκαταληκτεί με την ανάγκη του να ρουφήξει τον καπνό ως τα έγκατα της ψυχής του.
Παρατηρώ τις κινήσεις του. Τα χέρια του. Όταν θέλουν κάτι να δείξουν. Τα μάτια του. Καθώς αυτά διορθώνουν ό,τι ενοχλεί την αισθητική του. Τα λόγια του. Τα μετρημένα και τα αμέτρητα, με τις λέξεις να λιποθυμούν, όταν θυμάται.
Πάει καιρός, που σκέπτομαι να τινάξω στον αέρα την αγάπη μου γι΄αυτόν. Πόσο ακόμη να κρατήσει εκείνο το μυστήριο της πιο βαθιάς του αλήθειας; Μάνο, θα μας πεις;
Πες μας επιτέλους, ομολόγησε μας, με ποιους ανέμους συνωμοτείς, σε ποια παλιά λεωφορεία μοιράζεις τσάμπα εισιτήρια στους επιβάτες, σε ποιες παλιές φωτογραφίες, είσαι εσύ ο ίδιος, ο θειος, ο πατέρας, ο αδερφός, ο μετανάστης κι ολο μας ξεγελάς και μας συστήνεσαι ως φωτογράφος. Πες μας για τη μικρή καρφίτσα, στο παλτό της συριανής θεατρίνας, την καρφίτσα που μάτωσε το παιδικό σου γόνατο, όταν αυτή σε πηρε αγκαλιά τη νύχτα του μεγάλου πυρετού.
Πες μας για τις μεταμεσονύκτιες επισκέψεις σου στα ναυπηγεία της Ερμούπολης, για τις στιγμές εκείνες που τρυπώνεις στα γραφεία των ναυπηγών, προσθέτοντας παράθυρα στα υπό κατασκευή πλοία.
Πες μας ότι πειράζεις τα ταξίμετρα και προσθέτεις σε αυτά την επιγραφή «η κούρσα είναι δωρεάν», όταν οι επιβαίνοντες στο ταξί δίνουν τυχαίες διευθύνσεις, ξεγελώντας τον εαυτό τους ότι κάπου έχουν σπίτι…
Πες μας ότι χρόνια τώρα φιλοξενείς το μεθυσμένο κορίτσι που μοιράζει μολύβια στην είσοδο της πολυκατοικίας σου. Πες μας . Να δω τον στίχο σου εκείνο τον παλιό, να του γυρνούν ανάποδα οι λέξεις. Για ποιον στίχο λέω; Γι αυτόν εδώ:
« Μα ποιος πονάει για όλα αυτά
και ποιος γι’ αυτά θα κλάψει
ποιος θα μιλήσει στο Θεό
και ποιος θα του τα γράψει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου