Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Συνέντευξη του Θανάση Μωραΐτη με τον κλαρινίστα Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον Γιώργο Παπασιδέρη

 




Συνέντευξη του Θανάση Μωραΐτη με τον κλαρινίστα Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον Γιώργο Παπασιδέρη


(Αθήνα, Άγιος Παύλος, 15.3.1996)

Στην κατοχή είχα πάρει μέρος στην αντίσταση και τα λοιπά. Μας κλείσαν φυλακή εμάς τους ελασίτες, 9 χρόνια περίπου κάθησα και βγήκα το 1952, Αυγούστου, με τα μέτρα ειρηνεύσεως του Πλαστήρα. Ήμουνα επαγγελματίας μουσικός, αλλά χαμένος από την πιάτσα τόσα χρόνια. Προπολεμικά, εκεί με τους πρόσφυγες πού χαν έρθει στη Θήβα το 1922, κοντά στο χωριό μου (Αμπελοχώρι), πήρε το μυαλό μου έτσι και μ’ άρεσε η μουσική, έγινα επαγγελματίας και αφού βγήκα το 1952, έρχονται τα Χριστούγεννα. Ο Παπασιδέρης είχε κάνει εγχείρηση στο στομάχι και μού ’ρχεται στη Θήβα, λέει: «Γεώργιος Παπασιδέρης». «Α, χαίρω πολύ», λέω, «που φιλοξενώ στο φτωχικό μου σπίτι, έναν τέτοιο άνθρωπο». Καθήσαμε εκεί, μου λέει, «Πάω στην Καρδίτσα, σ’ ένα γάμο». «Και ’γώ», του λέω. Μού χανε πει για ένα γάμο κάτι συνάδελφοι στην Αθήνα. Μου λέει «Θέλω να γραμμοφωνήσουμε, να περάσουμε τον «Τριτσιμπίδα». Πήγαμε στην Καρδίτσα. Εκεί που καθόμασταν στο καφενείο, μου λέει, «Παίξε τον Τριτσιμπίδα». Τού παιξααλά Τούρκα, με σμυρνέικο ύφος, τό κανα σαμπάχ, κατά τα καρκινώματα των Τούρκων. Το περάσαμε αυτό το τραγούδι σε δίσκο. Μετά περνάμε, είχα γράψει ένα τραγούδι, το πρώτο από μες στη φυλακή:

Γύρισα από την ξενιτιά που μ’ είχανε σταλμένο

 και ήρθα από το σπίτι σου μα τό ’βρα κλειδωμένο

ρωτάω τις γειτόνισσες μ’ αυτές δεν με γνωρίζουν κτλ.

Το περάσαμε. Τραγούδησε ο Γιώργος. Μετά, το τρίτο ήταν: «Λαλούδι της Μονεμβασιάς». Το τέταρτο, να συμπληρώσουμε το δίσκο (45 στρ.), περάσαμε το: «Παιδιά μ’ σαν θέλ’τε λεβεντιά». Ε, παίρνουμε το δρόμο αυτό και είχαμε πολλά χρόνια συνεργασία. Μετά έγραψε ο Γιώργος το: «Όλες οι μελαχροινές». Πηγαίναμε στα Μέγαρα, θυμάμαι, και μες στο λεωφορείο μου λέει: «Νούσιε» (στα αρβανίτικα το υποκοριστικό του Παναγιώτη, Πανούσης), «Έχω κάτι λόγια εδώ. Πως τακούς;». «Ωραίο είναι», λέω. Κάπνιζα Καρέλια τότε και μες στο λεωφορείο, πιάνω το πακέτο και φτιάχνω το πεντάγραμμο. Έγραψα τη μελωδία για να μη χάσω το χρώμα. Το περάσαμε κι αυτό. Έπιασε πολύ.

Είχαμε συνεργασία με τον Γιώργο, έως το 1973. Ήταν Δευτέρα του 1977 και βγαίνω εδώ και βλέπω στην τηλεόραση τη φωτογραφία του Παπασιδέρη. «Τι. «Πέθανε», είπε ο σταθμός. Πω, πω! Πήγαινα για τον Καναδά, σαν αύριο, για δουλειά. Τί να κάνω τώρα; Τον Γιώργο; Τί διάολο. Περπάταγα για την Ομόνοια και σκεπτόμουνα, τι να του γράψω στο τηλεγράφημα, δηλαδή μέσα από την ψυχή μου τα λέω αυτά, γιατ’ είχα φάει ψωμί, είχα κοιμηθεί στο σπίτι του, στα σεντόνια του. Πιάνω και γράφω:

Πενθοφορούνε τα βουνά και τα πουλιά τον κλαίνε,

πενθοφορεί κι η Κούλουρη κι όλος ο κόσμος κλαίνε

και το στέλνω τηλεγράφημα. Μετά που γύρισα από τον Καναδά, το πέρασα σε δίσκο, μαζί μ’ άλλο ένα τραγούδι, πάλι για τον Γιώργο:

Το μάθανε και κλάψανε Ανατολή και Δύση

ο Παπασιδέρης βρε παιδιά δε θα ξαναγυρίσει

πολλά τραγούδια έγραψε για τους καπεταναίους

έγραψε κι ερωτικά για νέες και για νέους κτλ.

Βρίσκω τον Τάκη Καρναβά, ένας τραγουδιστής. Τον είχα πάρει σε πολλές δουλειές. «Έλα», του λέω, «να πεις δυο τραγούδια, πέθανε ο Παπασιδέρης». Βρισκόμαστε, διαβάζουμε τα λόγια, μόλις βλέπει αυτός «Δεν βρίσκεται τραγουδιστής σαν τον Παπασιδέρη». «Γιατίμου λέει, «δεν βρίσκονται άλλοι τραγουδιστές σαν τον Παπασιδέρη;» «Α ... έτσι;», λέω. «Άστο, μην το λες καθόλου». Το τραγούδησα εγώ. Θα στον δώσω το δίσκο Θανασάκη, να το βάλεις μαζί με τα άλλα του Γιώργου.

Ο Παπασιδέρης, έτσι πιστεύω εγώ, ήτανε, είναι και θα παραμείνει ας πούμε, σαν ο πατέρας του Δημοτικού τραγουδιού. Έμαθε τον κόσμο να χορεύει. Ήταν τεμπάτος. Γιατί, άλλοι, αφήνουν ουρά. Αυτός είχε ρυθμό. Άιντε , καλή αντάμωση νά χουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: