Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Συνέντευξη με την Αυγερινή Γάτση





Αυγερινή Γάτση:

 

«Να κοιτάτε τη θάλασσα, να κοιτάτε το βουνό, και να τραγουδάτε!»

 

Είναι μία από τις πραγματικά μεγάλες γυναικείες φωνές της νέας γενιάς. Οι εντυπωσιακές γνώσεις της και η κατάρτισή της συναγωνίζονται το εύρος του ρεπερτορίου της και τη συγκίνηση της χροιάς της. Τη γνωρίσαμε με τους Ρεμπετιέν, αλλά τη συναντήσαμε με αφορμή έναν δίσκο με επανεκτελέσεις τραγουδιών του Αργύρη Κουνάδη που μόλις κυκλοφόρησε από τον «Καθρέφτη». Ανήσυχη και ορμητική, μας μύησε στις δημιουργικές αναζητήσεις της, μας παρέσυρε στα ταξίδια της, και μας αποκάλυψε την πτυχή της σύνθεσης που την απασχολεί όσο κι εκείνη της ερμηνείας. Κυρίες και κύριοι, η Αυγερινή Γάτση!

 

 

τη συνέντευξη έλαβαν η Μέλια Πουρή και ο Ηρακλής Οικονόμου

 φωτο: Κώστας Μουντζουρέας

 


Γιατί ο Αργύρης Κουνάδης;

 

O Κουνάδης προέκυψε σαν έκπληξη, μιας που δεν τον γνώριζα. Είχα ακούσει ότι υπάρχει σαν συνθέτης αλλά δεν είχα ποτέ ακούσει κομμάτια του. Οπότε, εμφανίστηκε ο Μωυσής (σ.σ. Ασέρ) με τον οποίον είχαμε γνωριστεί και παλαιότερα και είχαμε μια επαφή -του έστελνα τα κομμάτια μου, μου έστελνε και εκείνος. Και μου λέει «Υπάρχουν αυτά τα τραγούδια και θα ’θελα πολύ να τα τραγουδήσεις, εάν σ’ αρέσουν.» Οπότε ξεκίνησα να τα ακούω και σκέφτηκα: «είναι ευκαιρία να τραγουδήσω κάτι που να μην το έχω προσεγγίσει στο παρελθόν».

 

Ερμηνευτικά πως προσέγγισες αυτό το υλικό, δεδομένου ότι διαφέρει από το μέχρι τώρα καταγεγραμμένο σου ρεπερτόριο;

 

Υπήρχανε δύο τρόποι να το προσεγγίσω. Ο ένας ήταν τεχνικός - δηλαδή να σκεφθώ πώς θα τοποθετήσω τη φωνή μου με έναν διαφορετικό τρόπο για να βγει πιο κοντά στις πρώτες εκτελέσεις του Βογιατζή, της Νίνας Ζαχά, της Τζένης Βάνου.  Ο άλλος τρόπος ήταν να έρθουμε κοντά στη μουσική. Δηλαδή με τον Αλέκο (σ.σ. Βασιλάτος) να κάτσουμε πολύ καιρό και να υπάρξει η ζύμωση, η τριβή, να παίξουμε αυτά τα τραγούδια, να τα νιώσουμε στο τώρα, και να τα ακούσουμε με ένα άλλο αυτί. Να μην προσπαθήσουμε να αντιγράψουμε την αισθητική της εποχής που ήτανε λίγο πιο ρετρό· ακόμα και τα σύμφωνα προφέρονται με έναν άλλον τρόπο στα 70sκαι στα 80s.  Δεν υπήρχε περίπτωση να τα προσεγγίσω με έναν ξένο ομιλητικό τρόπο. Έπρεπε να γίνει η ζύμωση, να «κάτσουν» τα τραγούδια, να τα αφομοιώσω με βάση όλους τους ήχους που κουβαλώ ως σημεία αναφοράς.

 




Και σε αυτό είχες σύμμαχο και τον Αλέκο Βασιλάτο στην ενορχήστρωση. Με ποιον τρόπο έγινε αυτό το υλικό σύγχρονο τόσο από πλευράς ερμηνείας όσο και ενορχήστρωσης;

 

Το πρώτο σημαντικό στοιχείο είναι η γλώσσα, ο τρόπος που προφέρονται οι λέξεις. Το δεύτερο είναι η μουσική, με την εξής έννοια: Ο Αλέκος δεν είχε σκεφτεί κάτι συγκεκριμένο πριν με ακούσει να τα λέω. Τα τραγούδησα κι εγώ πολλές φορές, μάλιστα αλλάζαμε πολλές φορές και την αρμονία για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ την ερμηνεία της Αλεξίου ή της Τζένης Βάνου, να τα ακούσουμε τελείως διαφορετικά. Γιατί, ξέρετε, το τραγούδι είναι κάτι που λειτουργεί μιμητικά. Αν ένα τραγούδι έχει αποθηκευτεί στην μνήμη μας από μια γνωστή φωνή που την ακούμε χρόνια, κατευθείαν εκεί νιώθουμε ασφάλεια να το πούμε. Οπότε, έπρεπε να κάτσει στην αναπνοή μου, στον τρόπο που εγώ αναπνέω και νιώθω τις προτάσεις και τις λέξεις. Αλλά αυτό έγινε σε συνδυασμό και με την μουσική - δηλαδή ο Αλέκος άρχισε να τα ενορχηστρώνει, μου έστελνε κάποια δείγματα, και πάνω σε αυτό μελετούσα κι εγώ: έγινε διαδραστικά.

 

Η δική σου η εμπλοκή με το τραγούδι πότε ξεκινά; Πότε αποφάσισες ότι θα πάρεις τον δρόμο του τραγουδιού;

 

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τα 25-26 μου τραγουδούσα κυρίως ρεμπέτικα και παραδοσιακά, σε κουτούκια περισσότερο. Κάποια στιγμή συνάντησα το Σπύρο Σακκά στο δρόμο μου. Στο Μουσικό Χωριό συγκεκριμένα, στον Άγιο Λαυρέντη, και μου άλλαξε τελείως την οπτική γύρω από το τραγούδι. Δηλαδή, συνειδητοποίησα ότι μόνο ένα μέρος του είναι η μουσική, γιατί έπαιζα και όργανα από πολύ μικρή, και η φωνή ήταν ένα από αυτά: πως θα κουρδίσω, πως θα καλλιεργήσω τα μουσικά χρώματα. Όταν όμως γνώρισα τον Σπύρο Σακκά και κάποιους άλλους δασκάλους μου φωνητικής, κατάλαβα ότι αυτό στο οποίο διαφοροποιείται το τραγούδι είναι ότι ο τρόπος με τον οποίον αρθρώνει κάποιος την λέξη κρύβει τον τρόπο που είναι μες στο μυαλό του αυτή η λέξη ή η πρόταση. Η λέξη δημιουργεί συνειρμούς και οι συνειρμοί από πίσω γίνονται ήχος στο σώμα. Είναι κάτι σωματικό, είναι πιο κοντά σε έναν αθλητή ο οποίος συνεργάζεται με το σώμα του, ή με τον ηθοποιό που κάτι μεταφέρει στο κοινό. Σχετίζεται δηλαδή με το αναπνευστικό σύστημα και με τα συναισθήματα που κρύβει ένα σώμα, που τα αποθηκεύει: Για παράδειγμα, αν πάει κάποιος ένα ταξίδι, μετά αλλάζει το σώμα του αν βιώσει κάτι εκεί. Μου φάνηκε πάρα πολύ ενδιαφέρον το ότι το τραγούδι έχει και έναν ψυχοθεραπευτικό και πολύ πιο σφαιρικό ρόλο, γιατί εμπεριέχει και τη μουσική και τον λόγο, και το σωματικό κομμάτι στο οποίο αναφερθήκαμε.

 

Πώς βρέθηκες στο παραδοσιακό και ρεμπέτικο ρεπερτόριο; Γιατί το επέλεξες;

 

Αυτό που με τράβηξε πάει λίγο πιο πίσω, στο σπίτι ακούγαμε πάρα πολύ ρεμπέτικο. Πιο πολύ προπολεμικό, και παραδοσιακή μουσική κυρίως η μητέρα μου. Έπειτα στο Μουσικό Σχολείο που πήγαινα, στην Παλλήνη, είχαμε πάρα πολλά σύνολα λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής. Οπότε εκεί το γνώρισα και το αγάπησα από μικρή. «Μιλάει» με έναν πιο βιωματικό τρόπο στο σώμα απ’ ό,τι η κλασική μουσική, η οποία είναι πιο λόγια. Η ρεμπέτικη και η παραδοσιακή μουσική συνδέεται με τον χορό και με το πως ενώνεται ο κόσμος μέσω ενός κοινού τρόπου σκέψης και τρόπου ζωής. Πιο πολύ αυτό με έχει τραβήξει - είμαι άνθρωπος της ομάδας.

 




Και βέβαια όταν αναφερόμαστε στην Αυγερινή Γάτση και στην λέξη «ομάδα» αμέσως το μυαλό πηγαίνει στους Ρεμπετιέν. Πως σχηματίζεται αυτό το πολύ προχωρημένο συγκρότημα;

 

Οι Ρεμπετιέν δημιουργήθηκαν το 2010-12.Βρεθήκαμε με τον Κωστή (σ.σ. Κωστάκης) και με τον Φώτη (σ.σ. Βεργόπουλος) μέσα από κοινές παρέες και κοινά ακούσματα. Βοήθησε και το διαδίκτυο, γιατί ο Φώτης τότε έμενε στην Μελβούρνη μόνιμα, σπούδαζε εκεί. Εκείνος μας βρήκε και έστειλε μήνυμα να παίξουμε παρέα οπότε όταν ήρθε στην Αθήνα δέσαμε κατευθείαν και αρχίσαμε να μελετάμε ολημερίς. Συγκατοικούσαμε στο ίδιο σπίτι, μαγειρεύαμε μαζί, οπότε ήταν σαν μια κοινότητα, και αυτό όταν είσαι στα 20 σου σε δένει πάρα πολύ. Αρχίσαμε να ταξιδεύουμε μαζί, να έχουμε συναυλίες παρέα, να δοκιμάζουμε με το μπουζούκι να παίζουμε και άλλα κομμάτια που δεν συνηθιζόταν πολύ τότε, όπως βουλγάρικα τραγούδια ή και δικά μας οργανικά που έγραφα κάποια τότε. Ήμασταν αρκετά ανοιχτοί στο να δοκιμάσουμε άλλο ρεπερτόριο. Έτσι βρέθηκε στο δρόμο μας και ο Γιάννης (σ.σ. Ζαρίας) ο οποίος είχε ασχοληθεί με παραδοσιακό βιολί καθώς και με την τζαζ μουσική, και δημιουργήθηκαν οι Ρεμπετιέν. Πλέον, είχαμε πολύ σταθερές συναντήσεις, πρόβες, και συναυλίες εδώ και στο εξωτερικό.

 

Και εν τέλει φτιάξατε …σχολή. Τι είναι αυτό που συνεχίζει να τραβάει τους νέους καλλιτέχνες αλλά και το νέο κοινό στα ρεμπέτικα;

 

Τα τελευταία 10-15 χρόνια στο διαδίκτυο έχει γίνει μια έκρηξη πληροφορίας: υπάρχει όλο το γραμμοφωνικό υλικό διαθέσιμο, με εξαίρεση κάποιους πάρα πολύ σπάνιους δίσκους της Αμερικής που τους έχουν κάποιοι συλλέκτες και τους κρατούν ακόμα κλειστούς. Υπάρχουν αρχεία όπως του Παναγιώτη Κουνάδη, και στο youtube φυσικά, στο sealabs, το ρεμπέτικο φόρουμ κ.α.

 

Αυτό που τραβάει τους νέους είναι η ζεστασιά που εμπνέει αυτό το ρεπερτόριο και τα στέκια του. Ξέρουν ότι θα πάνε σε έναν χώρο και θα συναντήσουν τους ίδιους εκατό ή διακόσιους ανθρώπους μέσα στην εβδομάδα για να ακούσουν κ να πιούνε ένα ρακάκι ή ένα κρασάκι. Δεν είναι αυτό το απρόσωπο της τεράστιας συναυλίας της ροκ ή της ποπ που υπήρχε και ήταν της μόδας τα προηγούμενα χρόνια, στην οποία μυθοποιείται ο καλλιτέχνης σταρ και όλοι τον θαυμάζουν λατρευτικά. Στα στέκια του ρεμπέτικου υπάρχει μια διαφορετική οπτική: ο ακροατής συμμετέχει σε αυτό, είναι το ίδιο σημαντικός με τον καλλιτέχνη ο οποίος προτείνει κάτι· και μάλιστα ο κόσμος, ο κάθε ακροατής, ακολουθεί κάποιους συγκεκριμένους καλλιτέχνες και σε μικρούς χώρους, χωρίς να τους ενδιαφέρει αν είναι διάσημοι ή όχι. Θέλω να πω ότι έχει αρχίσει να ψάχνει ο κόσμος ομάδες και χώρους που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά.

 

Εσύ τι αποκόμισες μέσα από αυτούς τους χώρους κι από τη συνύπαρξη, τον διάλογο με άλλους μουσικούς;

 

Αυτά τα 10-11 χρόνια που παίζουμε παρέα υπήρξαν δύσκολες αλλά και όμορφες στιγμές, και με έμαθαν πάρα πολλά. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμπορευτούν τα θέλω του ενός με τα θέλω του άλλου, και να δει κάποιος τι είναι πιο σημαντικό σε μια μουσική σύμπραξη: να ικανοποιήσει τα προσωπικά του απωθημένα και στόχους, ή να δεθεί μέσα από μια μουσική συχνότητα και πραγματικότητα; Η διαδικασία της συζήτησης και του διαλόγου μέσα στην ομάδα είναι πλούτος για έναν μουσικό. Εν τέλει, αυτό που κατάλαβα είναι ότι μαθαίνεται ο ένας να αφήνει χώρο έκφρασης στον άλλο ακούγοντάς τον.

 

Ποιες μεγάλες γυναικείες φωνές υπήρξαν πηγή έμπνευσης για σένα; Και γιατί;

 

Τεράστια πηγή έμπνευσης είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη, η οποία έχει τεράστιο εύρος αρμονικών στην φωνή της και τεράστια αναπνευστική ηρεμία όταν τραγουδάει, κάτι το οποίο είναι σπάνιο στην εποχή μας λόγω του άγχους, του φόβου και της ταχύτητας του τρόπου ζωής. Επίσης, είναι η Μαρίκα Νίνου, για την αμεσότητα της φωνής της και για τη θεατρικότητά της -την ακούς και τη βλέπεις ολοζώντανη να κινείται μπροστά σου. Η ίδια ήταν και ακροβάτισσα, και την είχε επηρεάσει πάρα πολύ αυτό. Επίσης, η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζι, η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου αλλά και φωνές που γνωρίζω  κάθε μέρα.

 





Παίζεις πολλά όργανα, αλλά το ακορντεόν είναι ένα όργανο που έχεις κατοχυρώσει. Τι σου προσφέρει μουσικά;

 

Το ακορντεόν προέκυψε μετά από πολλά χρόνια που έπαιζα νέι, όπου μελετούσα κλασική οθωμανική μουσική, η οποία είναι πολύ εσωτερική και σε φέρνει σε μια διαλογιστική διαδικασία με το όργανο και την αναπνοή σου. Μετά από τόσο καιρό κλεισίματος και εσωτερικότητας, όταν προέκυψε το ακορντεόν ήταν σαν να άνοιξε μια αγκαλιά. Είναι και το όργανο μια αγκαλιά, όπως το πιάνεις και κοιτάς μπροστά: δεν κοιτάς κάτω, ούτε κλείνεσαι, ούτε είσαι πλάτη στο κοινό. Ήταν μεγάλη η ανάγκη μου όταν τραγουδάω να κοιτάω τον κόσμο και να απευθύνομαι. Το ακορντεόν έχει μια τραγικότητα, μια μελαγχολία αλλά συγχρόνως και μια εξωστρέφεια. Το έχω συνδέσει και με τους ανθρώπους που παίζανε στο δρόμο ακορντεόν, γιατί στην Κυψέλη που ζούσα περνούσανε σχεδόν κάθε μέρα.

 

Έχεις μία έντονη παρουσία ως καθηγήτρια φωνητικής, ιδιαίτερα μέσα από χορωδίες. Τι είναι αυτό που θες να μεταλαμπαδεύεις στους μαθητές σου;

 

Αυτό που με ιντριγκάρει και μου φαίνεται ενδιαφέρον να μοιραστώ με τους μαθητές, σαν εμψυχώτρια, είναι το ότι η φωνή είναι ένας καθρέφτης του σώματος, ο οποίος πάντα μας βοηθάει να βλέπουμε σε τι κατάσταση βρίσκεται το σώμα μας. Οπότε λέω στους μαθητές μου: με τη φωνή σας πρέπει να έχετε μια πολύ καλή σχέση και κάθε μέρα να δοκιμάζετε, να συντονίζετε το σώμα σας και όλα τα ηχεία του σώματος, να κοιτάτε τη θάλασσα, να κοιτάτε το βουνό και να τραγουδάτε. Είναι διαλογιστικό. Είναι κάτι που πρέπει να χαρίζουμε, όχι να ντρεπόμαστε γι’ αυτό και να το δεσμεύουμε, να το κρατάμε μέσα μας. Είναι όμορφο με έναν μαθητή όταν εξελίσσει την φωνή του και  την επεκτείνει να βλέπεις ύστερα κ αλλαγή στο πως μιλάει ή  ελευθερώνεται  στο γέλιο του. Ή όταν ένα παιδί, δοκιμάζει να τραγουδήσει ένα ποίημα που έχει μελοποιήσει μόνο του.

 

Σε ποια σχήματα και σε ποιες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες βρίσκεσαι αυτή την περίοδο; Πού διδάσκεις;

 

Τώρα διδάσκω στην χορωδία της Περπερούνας που είναι ένας χορευτικός σύλλογος όπου είμαι πολλά χρόνια με ένα μικρό κενό δύο ετών. Κατά καιρούς διδάσκω σε σεμινάρια καλοκαιρινά, στο Μουσικό Χωριό, στην Ικαρία, στην Κρήτη, στον Λαβύρινθο της Κρήτης και στο Labyrinth Katalunia online. Πρόκειται για ομαδικά σεμινάρια και εργαστήρια τα οποία έχουν να κάνουν, μεταξύ άλλων, με αφηγήσεις, ποιήματα, παραδοσιακή μουσική, ρεμπέτικο ρεπερτόριο και αυτοσχεδιασμό.

 

Τι είναι για σένα η παράδοση σαν έννοια και σαν καθημερινή πρακτική σου;

 

Η παράδοση είναι κάτι πολύ βαθύ και εύθραυστο, το οποίο όσο περνάει ο καιρός το θεωρώ όλο και πιο ιερό. Αλλά όχι με έναν τρόπο άκαμπτο, δηλαδή ότι αυτό που ακούω πρέπει να το αναπαράγω ακριβώς έτσι όπως το άκουσα γιατί αλλιώς θα παραβιάσω κάποιον κανόνα και θα το καταστρέψω ή θα το προδώσω και ότι δεν θα είμαι σωστή και τυπική. Το θεωρώ ιερό με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο: το να κατανοήσει κάποιος γιατί ένας λυράρης παίζει τρεις ώρες μια σούστα και δεν σταματάει διότι ο χορευτής δεν σταματάει να χορεύει, γιατί το κλαρίνο όταν παίζει μοιρολόι σταματάει ένα ολόκληρο χωριό να τρώει και να ανασαίνει, θυμάται τους γονείς του και τους παππούδες του και εκείνη την στιγμή έρχεται σε επικοινωνία με το κομμάτι των παιδικών του χρόνων, με όλες τις μνήμες, με ό,τι είναι το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν. Αυτό είναι ιερό, το τί κρύβεται από πίσω. Πώς φτιάχνεται μια μαντινάδα; Πώς φτιάχνεται ένα κοτσάκι; Γιατί δυο άνθρωποι παίζουν με τα κοτσάκια και πειράζουν ο ένας τον άλλον, κι ας έχουνε τσακωθεί για τα ζωντανά τους ή τα χωράφια; Και το ίδιο βράδυ πάνε στο πανηγύρι του χωριού και δεν είναι πια τσακωμένοι, φτιάχνουν στιχάκια και πειράζει ο ένας τον άλλον.

 

Για μένα αυτό είναι ιερό, όχι το απ’ έξω, αυτό που φαίνεται με τη μία: ότι εδώ έχει νταούλι και εκεί έχει λαούτο. Μήπως δεν υπάρχει ηλεκτρικός κιθαρίστας ο οποίος να έχει την αντίληψη και την μουσικότητα να παίξει ηλεκτρική κιθάρα σε ηπειρώτικα τραγούδια; Μπορεί να παίξει και πολύ καλύτερα από έναν λαουτιέρη και να το κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον μουσικά. Ο Πετρολούκας Χαλκιάς ας πούμε, σίγουρα είχε ακούσει και τζαζ μουσική στη Νέα Υόρκη όπου ζούσε, και ινδική. Η επιρροή δεν είναι κάτι το κακό, ίσα ίσα την εμπλουτίζει την παράδοση. Μια παράδοση λοιπόν είναι δυνατή και όμορφη όταν είναι ανοιχτή και έτοιμη να πάρει στοιχεία απ’ έξω, να τα κλέψει – ναι, με την έννοια της κλεψιάς. Πρακτικά προσπαθώ ό,τι δυνατότητα έχει δώσει η Δύση στην εξέλιξη της φωνής να την προσαρμόζω στο ρεπερτόριο που  λέω.

 

Το ρεπερτόριό σου έχει πολλαπλές γεωγραφικές καταβολές Είναι άραγε ένα εργαλείο συνύπαρξης λαών και πολιτισμών η μουσική;

 

Γνωρίζοντας έτσι και την βουλγάρικη μουσική μέσα από ρεπερτόριο που είχα παίξει στο νέι και στο ακορντεόν, ή και την τούρκικη μουσική με σάζια, και γενικότερα την μεσογειακή μουσική, κατάλαβα ότι είναι τόσα τα κοινά και τόσα πολλά τα όμορφα που έχουν αυτοί οι πολιτισμοί και στον τρόπο που ζουν, που είμαστε μια παρέα στην ουσία η οποία έχει πλούτο. Για μένα είναι πανέμορφο το τραγούδι που βρίσκεται πέρα από τα σύνορα στη Ροδόπη: δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι μέσα στα σύνορα ή πιο πάνω. Κι αυτό μπορεί να μου δώσει κάτι, κι αν το παίξω παρέα με άλλους φίλους μου μουσικούς μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό. Είναι πράγματα που πρέπει να μοιράζονται και να κυκλοφορούν χωρίς να υπάρχουν μουσειακού τύπου αγκυλώσεις και ηθικοί περιορισμοί, «σωστά» και «πρέπει» και «δεν πρέπει». Όλη αυτή η περίοδος που περάσαμε, του έθνικ, να το πω έτσι, που ανακαλύψαμε μουσικές από όλον τον κόσμο, μάς άνοιξε τους ορίζοντές μας, τους εμπλούτισε. Κι έτσι, τώρα ένας μουσικός που δοκιμάζει να παίξει έθνικ όργανο (π.χ. κεμεντζέ από το Αφγανιστάν ή το Αζερμπαϊτζάν) κατευθείαν έχει στα χέρια του ένα ακόμα χρώμα, ένα ακόμα εργαλείο για την παλέτα αυτή που μπορεί να χρησιμοποιήσει. Στο φαντασιακό του περιβάλλον έχουν ανοίξει πέντε-δέκα ακόμα παράθυρα. Βέβαια, το κέντρο του είναι ένα: αυτό που τον έχει στιγματίσει - γιατί δεν σε στιγματίζουν όλα. Γιατί π.χ. το ότι εγώ αγαπάω την ηπειρώτική μουσική γιατί κατάγομαι από εκεί ή το με έχει στιγματίσει η κρητική μουσική είναι κάτι πολύ σημαντικό· σημαίνει ότι κάτι μου μίλησε μέσα μου και έμεινε, ρίζωσε.

 

Ας αναφερθούμε σε αυτά τα δύο είδη μουσικής. Ηπειρώτικο τραγούδι. Πως μπήκε στη ζωή σου;

 

Οι γονείς μου κατάγονται από την Βήσσανη Ιωαννίνων. Είναι ένα χωριό στο Πωγώνι, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, όπου πηγαίναμε τα καλοκαίρια και το Πάσχα. Βέβαια, γεννημένη στην Κυψέλη είμαι αλλά είχαμε πολύ ισχυρούς δεσμούς. Όποτε πηγαίναμε φροντίζαμε το σπίτι και τα καλοκαίρια, όπως σε όλα τα μέρη με ησυχία, ευνοούνταν η μελέτη. Υπάρχουν φίλοι μου από εκεί με τους οποίους κρατάω ακόμη επαφή, πηγαίνουμε σε γλέντια με κλαρίνα, ψάχνουμε μουσικούς. Το καλοκαίρι κρατούν ακόμα πανηγύρια, το Πάσχα πολύ συχνά και στα σκέτα. Λατρεύω το αυτοσχεδιαστικό κομμάτι αυτής της μουσικής. Ο κάθε κλαρινίστας μπορεί να χρησιμοποιήσει τα δικά του πατήματα για να περάσει από τραγούδι σε τραγούδι, να αυτοσχεδιάσει στο μοιρολόι.

 

Και η κρητική μουσική γιατί σε τράβηξε;

 

Στην Κρήτη πήγα  πρώτη φορά το 2007 στο Χουδέτσι, στα εργαστήρια  Λαβύρινθος, όπου ο Ross Daily είχε φτιάξει ήδη από το ’80 μια σχολή με καθηγητές από όλον τον κόσμο. Γνώρισα εκεί πολλούς μουσικούς και φίλους. Για μένα υπάρχει ένα ρομαντικό και μαγικό κομμάτι που έχουν τα γλέντια της κρητικής μουσικής: πέρα από το δυναμικούς και γρήγορους χορούς,  μπορείς να πετύχεις παρεάκια ηλικιωμένων να κρατάνε μαντολίνα και όλοι μαζί σιγοτραγουδούν σε κατάνυξη και ηρεμία λέγοντας μαντινάδες. Με αυτά έχω συνδέσει την κρητική μουσική, σαν κάτι πολύ ρομαντικό και μαγικό.







Ποια είναι η σχέση σου με τη σύνθεση και πως θα φροντίσεις να εκτεθεί η δουλειά σου στο ευρύτερο κοινό με έναν πιο οργανωμένο τρόπο;

 

Είναι μεριμνά μου τα τελευταία δυο-τρία χρόνια. Έχω βάλει μπροστά να ηχογραφήσω γύρω στα 20-25 κομμάτια που περιμένουν στη σειρά και είναι τραγούδια μελοποιημένα: δυο είναι ποιήματα του Καβάφη, κάποια άλλα είναι σε στίχους είτε στιχουργών είτε ανθρώπων που δεν έχουν ξαναγράψει στο παρελθόν. Δεν σκέφτομαι να βγουν σε κάποιο δίσκο χειροπιαστό, μάλλον θα ανέβουν στο διαδίκτυο, στις διάφορες πλατφόρμες σε ομάδες των τριών ή τεσσάρων κομματιών που έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Σε κάποια, λίγα, έχω γράψει και εγώ τους στίχους και είναι μεγάλη μου ανάγκη να τα μοιραστώ.

 

Τι σου προσφέρουν συναισθηματικά και ψυχικά, η ερμηνεία, η στιχουργική και η σύνθεση; Και τι …είσαι τέλος πάντων;

 

Νοιώθω πιο πολύ τραγουδοποιός, γιατί στα όργανα με τα οποία έχω ασχοληθεί δεν είχα ποτέ όνειρο να γίνω σολίστ. Δεν με απασχολεί τόσο πολύ να τελειοποιήσω ένα όργανο σε ένα στυλ, αλλά το θεωρώ ως μέσο για να φτιάξω κάτι, να πλέξω μια μελωδία. Οπότε νομίζω ότι είναι το κομμάτι της μελοποίησης το πιο σημαντικό για μένα -όχι τόσο πολύ του στίχου, του λόγου, αλλά το μουσικό. Να παίρνεις στίχο και να του βάζεις μουσική, είναι πάρα πολύ ωραίο το παιχνίδι εκεί. Ο λόγος έχει μια μουσικότητα από μόνος του, όταν τον διαβάζεις, τον απαγγέλεις, και η μουσική είτε τον σιγοντάρει είτε του πάει κόντρα. Στα τραγούδια που ετοιμάζω εκτός από μένα θα τραγουδήσουν και ο Φώτης Βεργόπουλος, ο Βασίλης Προδρόμου και άλλοι.

 

Και πότε θα αρχίσει η δημοσιοποίηση αυτών των τραγουδιών;

 

Είμαι τώρα στην διαδικασία της ηχογράφησης. Φαντάζομαι ότι μέσα στο επόμενο εξάμηνο θα κυκλοφορήσουν τα πρώτα.

 

Σημαίνει αυτό και μια ευρύτερη αποστασιοποίησή σου από το κομμάτι της ερμηνείας, σταδιακά; Θες η σύνθεση και η τραγουδοποιΐα να καταλαμβάνουν μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής σου;

 

Θέλω λίγο να απομακρυνθώ από το πιο λαϊκό, ρεμπέτικο και παραδοσιακό ρεπερτόριο σε ότι αφορά την έκθεση και την πραγματικότητα των συναυλιών, όχι να αφήσω το κομμάτι της ερμηνείας, το αντίθετο. Ετοιμάζω ένα συναυλιακό πρόγραμμα με δικές μου συνθέσεις και άλλων σύγχρονων συνθετών.

 

Ποιους άλλους καλλιτέχνες βλέπεις συνοδοιπόρους σου στο σκέλος της σύνθεσης και της τραγουδοποιίας;

 

Συνοδοιπόρους αλλά μάλλον κυρίως δασκάλους. Θαυμάζω και εκτιμώ πάρα πολύ τον Αλέξανδρο Καψοκαβάδη, ο οποίος είναι εξαιρετικός συνθέτης και κρατάει και μια πολύ όμορφη στάση, δεν κάνει καθόλου εκπτώσεις σε αυτό που θέλει να γράψει για να είναι πιο εμπορικό. Τον Αντώνη Απέργη, που κι αυτός έχει φτιάξει μια μεγάλη τάση με πολλές επιρροές. Τη Μάρθα Μαυροειδή, που μάλιστα γράφει για τετράφωνο σχήμα, τον Δημήτρη Σίντο, τον Θέμο Σκανδάμη, τον Γιώργο Πατεράκη, τον Νίκο Τατασόπουλο και πολλούς άλλους που τώρα ξεχνώ.

 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο κάνει το να εκθέσεις την δουλειά σου το γεγονός ότι ουσιαστικά η δισκογραφία μας έχει αφήσει χρόνους;

 

Η δισκογραφική παραγωγή είναι στην δύση της, γιατί κανείς δεν θέλει να κρατάει στα χέρια του ένα cd, καθώς δεν έχει και το κατάλληλο μηχάνημα για να το αναπαράγει πλέον. Είναι για λίγους και ρομαντικούς. Ακόμα και στο youtube υπάρχουν δυνάμεις που κάποιους τους προωθούν, κάποιους δεν τους προωθούν - ζούμε στην εποχή της διαφήμισης του εαυτού μας. Ο καλλιτέχνης πρέπει να δημιουργήσει αυτό που θέλει, να βρει τους μουσικούς και τον χώρο, να βάλει το κεφάλαιο και τα χρήματα ώστε να ηχογραφήσει και να γίνει πραγματικότητα αυτό που θέλει να κάνει, ύστερα να διαφημίσει τον εαυτό του - κάτι που είναι μια γενικότερη τάση της εποχής, ο ανταγωνισμός και η συνεχής προώθηση του εαυτού μας ως τέλειου. Δεν θα μιλήσω για το ραδιόφωνο, γιατί θεωρώ ότι εκεί υπάρχει μια συγκεκριμένη γραμμή αισθητικής  και  εμμονή σε αυτά που αρέσουν στους πολλούς. Σιγά σιγά γίνονται κάποιες κινήσεις με κάποιες εκπομπές που δίνουνε χώρο σε νέους καλλιτέχνες, αλλά είναι ελάχιστες.

 

Υπάρχει μια στιγμή στην πορεία του μουσικού που σκέφτεται και αποφασίζει εάν τον αφορούν όλα αυτά ή εάν  κυρίως τον οδηγούν οι ιδέες που έχει χωρίς περιορισμούς, π.χ. αν θα αρέσει, αν θα είναι πιο εύκολο σε τρίλεπτο κομμάτι κλπ.

 

Υπήρξε για σένα αυτή η στιγμή;

 

Υπήρξε, και ξέρω ότι μπορώ να κάνω κάτι εμπορικό αν θέλω, και να είναι εύκολο, εύπεπτο, για αυτιά τα οποία δεν έχουν καμία ανησυχία και για κόσμο που ακούει ραδιόφωνο και ξεχνιέται. Αλλά, να πω την αλήθεια; Βαριέμαι! Δεν θα κάνω κάτι που μου βγαίνει μέσω εγκεφαλικής λειτουργίας και διαδικασίας. Να φτιάξω κάτι που θα το δημιουργήσω με σκοπό να «πιάσει»; Για να πιάσει ποιους; Να μ’ ακολουθούν μετά ακροατές οι οποίοι μόλις θα παίξω κάτι «όχι ποτ πουρί» θα δυσαρεστηθούν; Δεν μου λείπει μια τέτοια επιβεβαίωση· εάν κάτι τυχαίνει και αρέσει, καλώς.

 

Όλα ταιριάζουν αν τα υποστηρίξεις. Και το δύσκολο ταιριάζει. Να ζοριστεί το αυτί, ο ακροατής να σταματήσει, να ακουμπήσει κάτω το κρασί του, και να σταθεί τρία λεπτά να ακούσει χωρίς να μιλήσει. Όχι μόνο να ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι, να σπάει πιάτα και ποτήρια και άλλα τέτοια οπαδικά.






Φαίνεται ότι σε ενδιαφέρει πολύ το ήθος του τραγουδιού και το τραγούδι σαν πράξη, σαν ανθρώπινη κατάσταση.

 

Ναι γιατί πολλά άτομα του περιβάλλοντός μου είναι μουσικοί. Συζητώντας τι  εξυπηρετεί ή  τον τρόπο που λειτουργεί όλο αυτό  ένας καλλιτέχνης πιάνει και τον  παλμό της γενιάς του αν και κάποιες φορές βοηθάει να απομακρύνεται συνειδητά και να συγκεντρώνεται σε πιο εσωτερικές διαδικασίες.

 

Δεν υπάρχει και η επιθυμία της δημοφιλίας; Βεβαίως εσύ το εξασφάλισες αυτό ως ερμηνεύτρια. Το ίδιο δεν ισχύει όμως και για έναν τραγουδοποιό; Στο πίσω μέρος του μυαλού του δεν θέλει ταυτόχρονα να εξασφαλίσει και το κοινό του;

 

Για τον τραγουδοποιό είναι τόσο τροφοδοτικά ψηλό το φορτίο και ψυχικά τόσο έντονη η στιγμή που φτιάχνει κάτι και η στιγμή που το μοιράζεται με 3-5 μουσικούς, που του δίνει απίστευτη ενέργεια. Είναι σαν ναρκωτικό, και το εννοώ κανονικά. Μπορεί να κάθεσαι στο σπίτι σου δέκα ώρες γιατί έχεις κολλήσει με ένα σημείο να βγει όμορφο ή να προσπαθείς να βρεις μια καταληκτική φράση. Θεωρώ ότι στη δημιουργία βρίσκεται το μεγαλύτερο κομμάτι της ικανοποίησης. Από εκεί και πέρα, για έναν άνθρωπο που δεν γράφει του λείπει πάρα πολύ το να έχει ένα κοινό. Το πόσο μεγάλο είναι αυτό το κοινό, δεν πιστεύω ότι πρέπει να  απασχολεί κάποιον που κοιτάει τον στόχο του. Βλέπουμε και μουσικούς οι οποίοι είναι δημιουργικοί στα 60 και στα 70 και στα 80 τους. Έχουν όρεξη για δημιουργία και η ψυχή τους είναι νέα γιατί πραγματικά τη διατήρησαν νέα και δεν ματαιώθηκαν από το ότι δεν συνάντησαν ιδιαίτερη δημοφιλία.

 

Έχεις κάνει πολλές αναζητήσεις στα πλαίσια των σπουδών σου σε διαφορετικές μουσικές σχολές και παραδόσεις. Ποιο ταξίδι σου στο εξωτερικό ξεχωρίζεις;

 

Πολύ δύσκολη ερώτηση! Θα μιλήσω για την Ινδία. Είναι ένα άλλο σύμπαν, ένας άλλος κόσμος που όσοι έχουνε ταξιδέψει εκεί το γνωρίζουν: χαμογελαστοί άνθρωποι που ζούνε πολύ φτωχικά. Μου έκανε εντύπωση η χαλαρότητά τους και ο τρόπος που είναι για αυτούς η μουσική σημαντική. Δεν είναι ο τρόπος που είναι για εμάς, όπου όλα πρέπει να γίνονται ολόσωστα - η ακουστική του χώρου να είναι άψογη, να υπάρχουν πολλοί τεχνικοί κλπ. Σε χώρες όπως η Ινδία ή η Μαδαγασκάρη δεν έχουν πάντα τα μέσα και την τεχνολογία ώστε να συναντήσει κανείς τέτοιους χώρους. Παρόλ’ αυτά, η μουσική είναι μέσα στην ζωή τους, στη θρησκεία, στην καθημερινότητά τους, σε μαγαζάκια μικρά, σε πλατείες κ κεντρικά σημεία. Και συμμετέχουν με έναν πάρα πολύ πνευματικό και εγκεφαλικό τρόπο. Για τη Μαδαγασκάρη θα πω κάτι χαρακτηριστικό: έπαιξα με ένα χαλασμένο ακορντεόν γιατί δεν είχα πάρει το δικό μου και είχα ζητήσει να μου βρουν ένα εκεί. Μπορεί να υπήρχαν τρία ακορντεόν σε όλο το νησί, και βγήκε η συναυλία με αυτό που το επισκευάσαμε λίγες ώρες πριν μαζί  με τους φροντιστές του θεάτρου. Προφανώς ένα πανάκριβο όργανο είναι ένα εργαλείο για να εκφραστείς πολύ καλά, αλλά έτσι κατάλαβα ότι με όποιον τρόπο διαθέτει ο καθένας - ακόμα και ένα σίδερο να έχει - μπορεί να φτιάξει και να μοιραστεί μουσική.




Δεν υπάρχουν σχόλια: