Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Συνέντευξη με τον Σταύρο Σταυρίδη για τον δίσκο "Τα Θεατρικά"








Σταύρος Σταυρίδης:

 

«Οι ήρωές μου παίζουν στο Blade Runner»

 


Ανακαλύπτοντας εκ νέου τον γκαγκάν δίσκο «Τα Θεατρικά» μέσα από μια κουβέντα με τον δημιουργό τους.

 

Έχει νόημα να επιστρέφεις - μέσω μιας συνέντευξης - σε έναν δίσκο και στον δημιουργό του οχτώ χρόνια μετά από την έκδοσή του; Ναι, έχει, όταν μιλάμε για έναν κύκλο τραγουδιών απολύτως συνεκτικό, με πολύ δυνατές μελωδίες, με ένα φιλοσοφικά ψαγμένο στιχουργικό concept, και με μια ατμόσφαιρα που «χωνεύει» δημιουργικά το έντεχνο των 1990s και την τέχνη ενός Γιώργου Σταυριανού, ενός Γιώργου Ανδρέου ή ενός Δημήτρη Παπαδημητρίου. Το 2014, όταν έβγαιναν «Τα Θεατρικά» εγώ τα αγνόησα όντας προφανώς χαμένος αλλού. Οχτώ χρόνια μετά, η συνέντευξη αυτή έρχεται να διορθώσει το λάθος μου. Κυρίες και κύριοι, ο Σταύρος Σταυρίδης!

 

τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

 

Δεν πειράζει που μου πήρε λίγο παραπάνω για να ακούσω «Τα Θεατρικά» σας, ε;

 

Όχι, ίσα ίσα, κάθε άλλο παρά λάθος είναι η χρονική στιγμή της συνέντευξής μας.  Κι αυτό, γιατί συμπίπτει με την έκδοση των επόμενων δισκογραφικών εργασιών μου, που αποτελούν τη λογική συνέχεια των «Θεατρικών» και την ολοκλήρωσή τους. Ευτυχής συγκυρία λοιπόν και ευκαιρία να επικοινωνήσω εκ νέου την καλλιτεχνική μου δραστηριότητα περισσότερο, παρά διόρθωση λάθους!






Εξαιρετικά. Αλλά γιατί «Θεατρικά», κύριε Σταυρίδη? Ποια η σύνδεσή τους με το θέατρο, πέρα από το αφηγούνται όλα μια ενιαία ιστορία, όπως προδίδουν και τα μικρά συνοδευτικά σας κείμενα?

 

«Θεατρικά» γιατί προσπάθησα να περιγράψω την ζωή ανθρώπων οι οποίοι έχουν χάσει την επαφή με το μέσα τους. Ζουν περισσότερο ως ρόλοι/ηθοποιοί στην παράσταση της ζωής τους και μάλιστα όχι σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, όπως ο Καίσαρας Αύγουστος. «Θεατρικά» για το χειροκρότημα που όλοι αυτοί δε θ’ ακούσουν ποτέ, παρά τη δύναμη που απαιτείται για να ζει κανείς μονίμως υποδυόμενος. «Θεατρικά», διότι αν το καλοσκεφτείτε, όλοι μας κάποιον ρόλο παίζουμε κάθε στιγμή της ζωής μας. Ο δίσκος λοιπόν έχει τη δομή μιας θεατρικής παράστασης με πράξεις και διαλείμματα και κάποια πλοκή που εκτυλίσσεται και κορυφώνεται. Και μια αυλαία που πέφτει στο τέλος.

 

Και ποια είναι η δική σας σχέση με την θεατρική τέχνη?

 

Η δική μου μικρή σχέση με το θέατρο ήταν συνέπεια αυτού του δίσκου. Το 2015 συνεργάστηκα με το Θέατρο του Άλλοτε, μια γνωστή θεατρική ομάδα της Θεσσαλονίκης, γράφοντας μουσική για την παράσταση «Σκοτεινό Ανθολόγιο Ποίησης», σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Δουμανίδου. Το 2016 έγραψα το σενάριο και σκηνοθέτησα την παράσταση  «16 Καθρέφτες». Ήταν ένα δρώμενο γύρω από 16 τραγούδια σε μουσική του Νίκου Παπαδογιώρου, που ανέβηκε στο Ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννη. Τέλος, έγραψα μουσική για το «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα που ανέβασε και πάλι το Θέατρο του Άλλοτε, στο θέατρο Αυλαία.

 

Από πού λάβατε το έναυσμα για τους στίχους, ή για την «παράστασή» σας όπως σημειώνετε στον δίσκο; Υπάρχει η ευχαριστία σας προς την Γιώτα Κ., αλλά θα θέλατε να αποσαφηνίσετε πώς προέκυψε αυτό το ποιητικό σύμπαν των «Θεατρικών»?

 

Το «Θεατρικόν» που στέκεται στην καρδιά του δίσκου γράφτηκε πειράζοντας στίχους της Γιώτας Κ., φίλης που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία της. Μιλάει το ποίημα της για την ερωτική μοναξιά με φόντο την βροχερή πάντα πόλη των Ιωαννίνων.  Μου άρεσε πολύ αυτό το σκηνικό. Το πήρα και έβαλα τον ήρωά μου να περιφέρει την υπαρξιακή μοναξιά του, στην εξίσου βροχερή Θεσσαλονίκη. Γύρω του έστησα όλα τα υπόλοιπα τραγούδια. Ο κόσμος των «Θεατρικών» ακολουθεί τη μοναχική πορεία των ανθρώπων που αναζητούν κάτι πιο πέρα από τη μηχανιστική βίωση της καθημερινότητά τους.  Και που ωστόσο βρίσκονται παγιδευμένοι σε αυτήν.  Κι όλα αυτά σε ένα μονίμως βροχερό τοπίο που είναι και το τοπίο των περισσότερων τραγουδιών μου. Οι ήρωές μου παίζουν στο Blade Runner.









Βασικό στιχουργικό μοτίβο είναι το χάσμα μεταξύ της ουσίας μας και των διαφορετικών ρόλων που αναλαμβάνουμε μέσα στην καθημερινότητα. Η κοινωνιολογία αναφέρεται στο φαινόμενο αυτό με τον όρο «αλλοτρίωση». Τι μας εμποδίζει από το να πραγματώνουμε την ενδότερη φύση μας?

 

Πολύ πρόχειρα και πολύ προσωπικά μπορώ μόνο να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, που σηκώνει ολόκληρη βιβλιογραφία. Τα βιώματα των παιδικών μας χρόνων σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα και τη βοή της ζωής στο αστικό περιβάλλον, μας κρατούν μακριά από ένα βίο πιο κοντά στη φύση μας. Ή ίσως, σκέφτομαι τώρα σε μια ρετροσπεκτίβα, ίσως να μην έχουμε προλάβει να προσαρμοστούμε, να εξελιχτούμε ως είδος, σε βαθμό που να μας επιτρέπει να διαχειριστούμε αυτή την πολυδιάσπαση που απαιτούν οι συνθήκες ζωής στο αστικό τοπίο.   Μπορεί τα παιδιά μας, που έχουν γεννηθεί μέσα σε αυτό το περιβάλλον, να είναι καλύτερα εξοπλισμένα και προσαρμοσμένα στο σκηνικό αυτό. Το εύχομαι.

 

Το νούμερο 1 στοιχείο που με συγκλόνισε στον δίσκο είναι η μελωδικότητά του. Ξεκάθαρες, απολύτως ελκυστικές και ιδιαίτερου συναισθήματος μελωδικές γραμμές, που με τέτοια συχνότητα εγώ μόνο στο έργο του Γιώργου Σταυριανού έχω συναντήσει. Αλήθεια, σας αρέσει ο Σταυριανός?

 

Δε μου αρέσει απλά. Τον λατρεύω. Αν διακρίνετε στα «Θεατρικά» οποιαδήποτε συγγένεια με το έργο του Σταυριανού, είναι μεγάλη μου χαρά να το ακούω. Χαίρομαι που συντονιστήκατε με το ηχητικό τοπίο του δίσκου. Χαίρομαι που σας συγκίνησε.

 

Δεν ήταν δύσκολο, ομολογώ, καθώς «Τα Θεατρικά» παραπέμπουν ως ατμόσφαιρα στις ωραιότερες στιγμές του «έντεχνου» των 1990s και των αρχών των 1990s. Σήμερα, τέτοια έργα φαντάζουν έως και αλλόκοτα. Γιατί η εποχή μας έχει απωθήσει τόσο πολύ τη μελωδία?

 

Φαντάζομαι πως ο ρυθμός της εποχής απαιτεί κάτι πολύ πιο γρήγορο, ίσως και πιο πρόχειρο, ως μουσικό καταναλωτικό προϊόν. Η ακρόαση ενός δίσκου όπως τα «Θεατρικά» απαιτεί κάποια προσήλωση. Απαιτεί την ενεργή συμμετοχή του ακροατή σε ένα σύνολο με αρχή, μέση και τέλος. Είναι ένας κύκλος τραγουδιών που αφηγείται μια ιστορία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ένας καλός δίσκος. Ωστόσο είναι δομημένος με αυτήν την λογική. Σήμερα λοιπόν δεν «ακούμε» με τέτοιο τρόπο.


Το τραγούδι του ’90 και των αρχών του 2000, ερχόταν με τη φόρα της παρακαταθήκης του ’50, του ’60 και του ’70, δεκαετιών εξαιρετικά δημιουργικών. Την κληρονομιά των μεγάλων συνθετών αυτών των δεκαετιών – που κι αυτοί τράβηξαν με τη σειρά τους το νήμα από τους ρεμπέτες, το ελαφρό, το λαϊκό και το δημοτικό μας τραγούδι – την πήραν οι τραγουδοποιοί του 1990 και του 2000 και τη μετουσίωσαν στον προσωπικό τους λόγο. Κάπου εκεί νομίζω διακόπηκε αυτή η συνοχή στην τραγουδιστική μας παράδοση. Υπάρχουν βεβαίως φωτεινές εξαιρέσεις.


Στα Θεατρικά επιμείναμε σε μια παλιομοδίτικη λογική τραγουδοποιίας που θέλει το λόγο πρωταγωνιστή και τη μελωδία συμπρωταγωνιστή στην περιπέτεια της ακρόασης. Έχετε δίκιο. Μάλλον τέτοιες προσεγγίσεις φαντάζουν αλλόκοτες ή αναχρονιστικές. Ίσως η έκδοση του δίσκου να άργησε μερικές δεκαετίες. Δεν ξέρω...






Δεν θέλω να ακουστώ κλισέ, αλλά μήπως μαζί με τη μελωδία απωθεί η εποχή μας και το συναίσθημα?


Πέρα από τις αλλαγές που έφερε στη ζωή μας γενικότερα η τεχνολογία, και τις αλλαγές που επέφερε στη μουσική και το τραγούδι πιο ειδικά (με το mp3 και το YouTube να αποτελούν πια τους κύριους φορείς ακρόασης), η ανάγκη μας για επαφή με το συναίσθημα παραμένει ακέραια και ξεπερνά τις εποχές και τα ρεύματα. Κι αν το τραγούδι αυτού του είδους αποτελεί έναν δεινόσαυρο, ίσως άλλες μορφές τραγουδιού και τέχνης, πιο επίκαιρες, πιο συντονισμένες με την εποχή, να αναλάβουν το ρόλο που η τέχνη υπηρετεί πάντα.  Αυτόν της γεφύρωσης του νου και της ψυχής μας και το συντονισμό μας με τη βαθύτερη ουσία μας.

 

Αβραμίδου, Βουτσικάκης, Γιακουμάκου, Κωνσταντίνου - πώς επιλέξατε τις τέσσερις θαυμάσιες φωνές του δίσκου και τι βρήκατε στην καθεμία? Τι κόμισε ο κάθε ερμηνευτής στο έργο σας?

 

Τη Σοφία (σ.σ.: Αβραμίδου) την ακολουθώ στα μουσικά στέκια της πόλης, Πλατώ, Βάρδια και άλλα, από πολύ παλιά. Ερωτεύτηκα με την πρώτη ακρόαση τη φωνή της και δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι κάποτε θα συνεργαστούμε. Γνωριστήκαμε αρκετά χρόνια πριν τα «Θεατρικά» και γίναμε φίλοι. Η συνεργασία μας τελικά, ήρθε πολύ φυσικά. Η Σοφία τραγουδά σχεδόν υπερβατικά, αέρινα.

 

Τον Θοδωρή (σ.σ.: Βουτσικάκη) τον άκουσα στο YouTube (να τα και τα καλά της τεχνολογίας) σε κάποια από τις παρθενικές εμφανίσεις του. Αυτό έγινε περίπου προς το τέλος της ηχογράφησης του δίσκου. Οπότε του πρότεινα να τραγουδήσει τα Χρωματιστά, που το προόριζα για τον εαυτό μου. Με αυτό το τραγούδι ξεκίνησε την δισκογραφία του.

 

Η Ντίνα (σ.σ.: Γιακουμάκου) μπήκε στη ζωή μου με αφορμή αυτόν τον δίσκο και την αναζήτηση φωνών. Είναι ένας άνθρωπος ζεστός, στιβαρός και αγαπησιάρης. Και αυτή την αγάπη, τη δύναμη και τη γλυκύτητα βγάζει και στο τραγούδι της.  Έτσι την αγάπησα. Γείωσε τα τραγούδια που ερμήνευσε και βρήκαμε στέρεο έδαφος να πατήσουμε.

 

Ο Μίμης (σ.σ.: Δημήτρης Κωνσταντίνου) είναι πια φίλος και σύντροφος ζωής.  Συμπορευόμαστε από τότε μουσικά και φιλικά και πολύ ουσιαστικά. Έχει το τραγουδιστικό μέταλλο και την φωνή ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να προτιμήσει και να διαλέξει ο Μάνος Χατζιδάκις, αν του δίνονταν η ευκαιρία να τον ακούσει. Κέντησε τα τραγούδια με θαυμαστή λεπτότητα, με μεράκι και πολλή αγάπη.






Γιατί δεν επανήλθατε δισκογραφικά μετά τα Θεατρικά? Όχι δηλαδή ότι είχατε και καμιά υποχρέωση, αλλά ειλικρινά φαίνεται αλλόκοτο ένα ντεμπούτο τέτοιας ποιότητας και εκλέπτυνσης να μην έχει συνέχεια…

 

Λέει η Αρλέτα, στην εισαγωγή από το "Τσιφτετέλι Ξιδάτο", ότι «για να γίνει αυτός ο δίσκος... μέχρι που μπορούμε να πούμε ότι χάσαμε και ζωές...». Μπορώ να πω, με δυο δόσεις υπερβολής, ότι το ίδιο ισχύει για κάθε δουλειά μου. Τα «Θεατρικά», όπως και ο «Μυστικός χρόνος» με τον Δημήτρη Κωνσταντίνου, όπως και το «Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων», με τη Μέλα Γεροφώτη - οι δύο επόμενες, υπό έκδοση δισκογραφικές δουλειές μου - πέρασαν και περνούν δια πυρός και σιδήρου, μέχρι να πάρουν την μορφή του φυσικού μέσου ενός CD.


Πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες που αφορούν έκδοση μιας δουλειάς σήμερα, πέρα από την έντονη ματαιότητα που νιώθει κανείς ως δημιουργός με δεδομένο ότι εκ των πραγμάτων τα τραγούδια αυτά δε φτάνουν σε μεγάλα ακροατήρια, δεν ακούγονται από ραδιόφωνα και ίσως τελικά αφορούν πολύ λίγους, πέρα από την μεγάλη οικονομική θυσία που απαιτούν...στην περιπέτεια της έκδοσής τους παρεμβάλλεται και η ζωή. Η ζωή, που είναι ισοπεδωτική και αμείλικτη.

 

Ωστόσο δούλεψα, όλα αυτά τα χρόνια. Παρήγαγα υλικό. «Τα Θεατρικά» ολοκληρώνονται, ελπίζω μέσα στο 2022, με την έκδοση άλλων δύο κύκλων τραγουδιών. Ο «Μυστικός χρόνος» βρίσκεται σχεδόν επί του πιεστηρίου. Είναι ένα σκοτεινό, λυρικό ποίημα που αποτελείται από 6 και κάτι τραγούδια που ερμηνεύει κυρίως ο Δημήτρης Κωνσταντίνου (με την εξαίρεση ενός που ερμηνεύω εγώ). Το «Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων» ακολουθεί με την Μέλα Γεροφώτη και τον Αλέξανδρο Τζοβάνη. Βρίσκεται στο στάδιο της τελικής μίξης στο στούντιο και θα ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησα με τα «Θεατρικά».


Το επόμενο μου βήμα, η νέα μου αρχή, είναι ένας κύκλος σε ποίηση αυτή τη φορά της Μιράντας Παπαδοπούλου και από την έκδοσή της με τον τίτλο «Χωρίς». Ο κύκλος έχει τον τίτλο «Ζην ακινδύνως». Σε αυτόν τραγουδά η Μαριάννα Ζάχου και σηματοδοτεί το επόμενό μου βήμα προς ένα τραγούδι μη κλασικού τύπου. Τραγούδι που δεν έχει την παραδοσιακή φόρμα κουπλέ-ρεφρέν, ούτε και την παραδοσιακή τρίλεπτη διάρκεια. Τραγούδι το οποίο βρίσκεται συχνά στα όρια της έμμετρης απαγγελίας και πιο συχνά στο όριο του  θραύσματος. Τέλος, εδώ έχω κάνει και την ενορχήστρωση ο ίδιος.

 

Πολύ ωραία νέα! Για το τέλος, επιτρέψτε μου να ρωτήσω κατά πόσο περάσατε κι εσείς μέσα από τη διαδικασία του ήρωά σας που «κάποια στιγμή αποκτά συνείδηση του αληθινού εαυτού του». Κι αν ναι, πού σας οδήγησε αυτή η συνειδητοποίηση;

 

Ο ήρωας των «Θεατρικών» μπορεί να έχει δικά μου κομμάτια, όπως ένα δημιούργημα περιγράφει με κάποιον τρόπο τον δημιουργό του. Μερικώς και ατελώς. Η συνειδητότητα που τα «Θεατρικά» περιγράφουν και εύχονται είναι περισσότερο ένας σκοπός κι ένας δρόμος, παρά κάτι που επιτυγχάνεται ή πολύ περισσότερο κάτι που επιτεύχθηκε. Είναι μια φτωχική Ιθάκη, αλλά και ένας κινούμενος στόχος.

 

Η πορεία προς τον «αληθινό εαυτό», αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει, είναι μια πορεία προς τα πίσω, προς τη ρίζα. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια πορεία προς ένα άγνωστο, ταχέως μεταλλασσόμενο πλάσμα. Μια χίμαιρα. Εγώ προσωπικά χάνομαι διαρκώς στο δρόμο αυτό, γιατί έχω κακή αίσθηση προσανατολισμού. Τότε το τραγούδι γίνεται πότε φάρος και πότε Σειρήνα. Αυτά, γιατί πρέπει να αναιρούμε το έργο μας και να μην παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας.

 

Θα ήθελα να τελειώσουμε έτσι. Να μείνει μια πιο ανάλαφρη και περιπαιχτική νότα στο τέλος της κουβέντας μας. Αλλά οι εύστοχες και βαθιές ερωτήσεις σας δε μ’ αφήνουν σε ησυχία. Η πορεία δεν είναι αέναη. Είναι πεπερασμένη. Δεν έχω στόχους, σταθμούς μπροστά μου.  Εύχομαι μόνο δύο πράγματα και σ’ αυτά ελπίζω στη ζωή μου. Ηρεμία και δημιουργικότητα.  Αλλά φευ! Το ένα αναιρεί το άλλο.





Δεν υπάρχουν σχόλια: