Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Συνέντευξη με τον Γιώργο Ανδρέου

 




Γιώργος Ανδρέου:

 

«Ο γρίφος για τον δημιουργό είναι η νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης»

 

Αφορμή για την κουβέντα μας υπήρξε η συνάντησή του με τον Μάνο Ελευθερίου και η απαιτητική μελοποίηση του «Νοητού Λύκου». Αλλά η αιτία είναι άλλη: ότι για πάνω από τρεις δεκαετίες συγκαταλέγεται στα βαριά «όπλα» του έντεχνου τραγουδιού ως συνθέτης και στιχουργός, αλλά και ως παραγωγός και ενορχηστρωτής. Ακούραστος κι ανήσυχος, πάντα πάνω στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, συνεχίζει να τροφοδοτεί με τις μελωδίες του το μουσικό μας τοπίο. Κυρίες και κύριοι, ο Γιώργος Ανδρέου!

 

Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου


Έχετε γράψει στίχους για τουλάχιστον 120 τραγούδια, αλλά παράλληλα έχετε μελοποιήσει μαεστρικά ποιητές και βέβαια έχετε εκδώσει εσείς ο ίδιος ποίηση. Πώς μπήκε στη ζωή σας ο ποιητικός λόγος; Πότε και με ποιους ξεκινάει η σχέση σας με την ποίηση;

 

Ο πατέρας μου συντηρούσε μια μεγάλη προσωπική βιβλιοθήκη, με πολυάριθμους τόμους λογοτεχνίας - ανάμεσα τους πολλές ποιητικές συλλογές και ανθολογίες. Το βιβλίο με τις ανθολογήσεις Ελλήνων και ξένων ποιητών, σε επιμέλεια και μεταφράσεις από την Ρίτα Μπούμη Παπά, υπήρξε το πρώτο που ξεφύλλισα, στην αρχή της εφηβείας. Είχε ωστόσο προηγηθεί  η ακρόαση, σε συνθήκες «παρανομίας» λόγω χούντας, του Άξιον Εστί (Θεοδωράκης-Ελύτης). Η φωνή του Μάνου Κατράκη επιμένει συγκλονιστική στο ηχείο της μνήμης μου, η υποβλητική του ανάγνωση, κατεξοχήν στο σημείο όπου αναφερόταν στους νέους «που τους έλεγαν αλήτες». Πρώτο βιβλίο ελληνικής ποίησης η Συνέχεια 3 του Μανώλη Αναγνωστάκη - ήμουν κοντά στα δεκαπέντε. Ακολούθησε ένα ...σύμπαν ποίησης. Η ανάγνωση, φυσικά, συνεχίζεται.






Πώς συναντηθήκατε αρχικά με τον Μάνο Ελευθερίου; Και πώς εξελίχθηκε η συνομιλία σας μέσα στα χρόνια;

 

Είχα διαβάσει  πολύ νέος Το νεκρό καφενείο, την ποιητική του συλλογή, κι έτσι ήξερα πως ο Ελευθερίου της Θητείας, του Άγιου Φεβρουάριου και των Τροπάριων για Φονιάδες έγραφε και εξέδιδε και «καθαρή» ποίηση. Είχα ανακαλύψει πολλά από τα βιβλία του όταν τον συνάντησα αρχές του 1994, σε μία παρουσίαση νέου δίσκου. Τον ρώτησα πώς μπορώ να βρω κάποια ποιητικά του βιβλία που ήταν αδύνατον να εντοπίσω σε βιβλιοπωλεία. «Θα σου τα χαρίσω εγώ αγοράκι μου» μου απάντησε με εκείνο το κοφτό και τρυφερό συγχρόνως ύφος ομιλίας του. Τον επισκέφθηκα στο σπίτι του. Γίναμε φίλοι αργά αλλά με σταθερή πορεία σύγκλισης - αφού φυσικά πολέμησα για αρκετά χρόνια με ένα βαρύ τρακ που εμφανιζόταν δικαιολογημένα κάθε φορά που τον συναντούσα. Μιλήσαμε πολλές φορές για ιδιωτικά μας πράγματα - είχε έναν απαράμιλλο τρόπο αφήγησης, γεννούσε έναν μονόλογο σχεδόν θεατρικό, συγχρόνως βαθειά εξομολογητικό, αυστηρό και δίκαιο.

 

Πολλοί ισχυρίζονται πως υπήρξαν φίλοι του, επειδή ο Ελευθερίου ήταν προσιτός και καθόλου «στημένος». Όλοι τους περιγράφουν το χιούμορ του, την χαλαρή του διάθεση, τον παιγνιώδη τρόπο επικοινωνίας του. Οι φίλοι του γνωρίζουν πολύ περισσότερα, πολυσύνθετα και πολύπλοκα. Περιορίζομαι να πω πως θαύμαζα την δύναμη του, την ακρίβεια, την ειλικρίνεια, την πίκρα, την αγανάκτηση, τον θυμό. Το αίσθημα ελευθερίας και την τόλμη που προϋποθέτει. Μιλήσαμε για τον Κάφκα, τον Τόμας Μαν, τον Ντοστογέφσκι, τον Ρεμπώ, τον Σεφέρη, τον Καρυωτάκη, τον Γκάτσο, τον Χειμωνά, την Ζωή Καρέλλη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Σέξπιρ, τον Τσέχοφ, τον Βέρντι, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν. Για τον Μπαχ. Για την Παπαδάκη. Μιλήσαμε για πολλούς, ώρες ατελείωτες. Μου διάβαζε μεγάλα αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα του, στο στάδιο της γραφής. Μου απήγγειλε στίχους του ανέκδοτους του τραγουδιού και παιδικά παραμύθια στην πρώτη τους γραφή. Μου διάβασε ένα απόγευμα όλον τον Νοητό Λύκο. Από το «χειρόγραφο» - το δακτυλογραφημένο μεν, αλλά διάστικτο από ιδιόχειρες διορθώσεις κείμενο.


Ο Νοητός Λύκος είναι ένας ιδιαίτερος και κρίσιμος δίσκος, καταρχήν διότι δεν μιλάμε για σκόρπια τραγούδια του Ελευθερίου εδώ κι εκεί, αλλά για μια συνεκτική προσέγγιση σε ένα ποιητικό έργο του. Πώς βρέθηκε στα χέρια σας το κείμενο και πώς αντέδρασε ο ίδιος στις μελοποιήσεις σας;

 

Όταν μου διάβασε το έργο από το πρωτότυπο κείμενο, πριν την έκδοση φυσικά, έμεινα βουβός και συγκινημένος. Ένιωσα πως ήταν η πνευματική διαθήκη του Ελευθερίου, το magnum opus του. Για αρκετά χρόνια του ζητούσα την άδεια να προχωρήσω σε μια κειμενική διασκευή και μελοποίηση του «ως μουσικού δράματος» και μου απαντούσε «σιγά-σιγά», χαμογελώντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο. Κάποια στιγμή αποφάσισα να προχωρήσω σε ένα σχεδίασμα «λιμπρέτου». Του το παρέδωσα. Με κάλεσε μετά από μερικές μέρες. «Ωραίο το έκανες» - μου είπε. Το συζητήσαμε διεξοδικά. Έκανε λίγες αλλά πολύ καίριες παρατηρήσεις και υποδείξεις.

 

Επέστρεψα μετά από σχεδόν δυο χρόνια με ηχογραφημένα τα μουσικά μέρη στο πιάνο, με την φωνή μου να ερμηνεύει. Τα άκουσε και μου έδωσε την τελική του έγκριση. Μου εμπιστεύθηκε πως τον ενθουσίαζε η ιδέα να «τελειώσει» την διαδρομή του στο Τραγούδι όπως την ξεκίνησε, με ένα «έργο συνόλου», όχι «κάποια ανεξάρτητα τραγούδια, χωρίς ενιαίο θεματικό κορμό». «Κουράστηκα», είπε, «να δίνω από εδώ κι από εκεί ένα κουρελάκι - η κουρελού με νοιάζει, ολόκληρη, πιο πολύ». Αδιανόητο για μένα εκείνη την ώρα – «άκουσε» το πλήρες έργο, ενορχηστρωμένο και ερμηνευμένο από αληθινούς τραγουδιστές (Νταλάρας, Θηβαίος, Φριντζήλα) post mortem. Η Νέκυια, η κάθοδος στον προσωπικό του Άδη, όπως την περιέγραψε στον Νοητό Λύκο του, έμελλε να συμβεί ακριβώς πριν το έργο του «ανεβεί» στην σκηνή. Χωρίς την δυνατότητα του ήρωα του - να επιστρέψει στον Επάνω Κόσμο, παρακινημένος από την Μάνα του, που συναντά στον Κάτω... 




Είναι εμφανές ότι δουλέψατε σε βάθος το συγκεκριμένο έργο, το οποίο θέλει πολλαπλές ακροάσεις για να αποκαλυφθεί στον ακροατή. Συναντήσατε συγκεκριμένες δυσκολίες στη μελοποίηση του Νοητού Λύκου; Ποιές είναι οι ιδιομορφίες του ποιητή Ελευθερίου σε σχέση με τον στιχουργό Ελευθερίου;

 

Ο Νοητός Λύκος τελειώνει με τον στίχο «Ο Σολωμός κι ο Κάλβος. Η Σελήνη», που θεωρώ «κληρονομιά» του Ελευθερίου, πνευματική διαθήκη του, πολύτιμη άυλη περιουσία - όπως, άλλωστε, όλο του το έργο - της πατρίδας μας. Το ποίημα είναι γραμμένο σε συνδυασμό ενδεκασύλλαβου με δεκασύλλαβο στίχο, στα βήματα του Δάντη, του Χορτάτζη, του Μπουνιαλή, με ομοιοκαταληξία και στροφές με μεγάλο ή μικρότερο αριθμό στίχων, ανάλογα με την θεματική στόχευση.

 

Ο Νοητός Λύκος όμως είναι συγχρόνως ένα έργο του 21ου αιώνα, «μοντέρνο», κρυπτικό, πολύ τολμηρό θεματικά. Αποφάσισα λοιπόν να «συνθέσω» τις διαφορετικές του καταγωγές, διαφοροποιώντας τα ηχητικά μου μέσα ανάλογα με το ερμηνευτικό πρόσωπο. Τρία είναι τα μουσικά πρόσωπα του έργου (το τέταρτο είναι Ηθοποιός - Αφηγητής): Ο Μουσικός Αφηγητής (το alter ego του αφηγητή - ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας), ο Άγγελος (του αφηγητή, τον οδηγεί στον Κάτω Κόσμο - ερμηνεύει ο Χρήστος Θηβαίος), η Μάνα (του αφηγητή, πεθαμένη, τη συναντά στον Άδη - ερμηνεύει η Μάρθα Φριντζήλα). Κάθε πρόσωπο έχει διαφορετική μουσική ταυτότητα: βυζαντινή - μεσογειακή ο Μουσικός Αφηγητής, δυτικοευρωπαϊκή του πρώτου μισού του 20ου αιώνα ο Άγγελος, οπερατική και μινιμαλιστική η Μάνα. Όλοι αυτοί οι μουσικοί κόσμοι συνομιλούν, συγκλίνουν και αποκλίνουν - ακολουθούν τις συγκλίσεις και αποκλίσεις του ποιητή Ελευθερίου με τον στιχουργό του Τραγουδιού Ελευθερίου. Όλος ο Νοητός Λύκος (το ποιητικό έργο) ισορροπεί εμπνευσμένα ανάμεσα στη λαϊκή και την ακαδημαϊκή φόρμα και θεματική. Και το πιο δύσκολο: Μιλά ο Ελευθερίου για νοητό κι όχι «αισθηματικό» Λύκο - το έργο λοιπόν αφορά την ηθική, φιλοσοφική, υπεριστορική οπτική του ποιητή. Το συναίσθημα ακολουθεί, δεν εκβιάζει, δεν εκβιάζεται. Το ίδιο, προσπάθησα, και η μελοποίηση.

 

Η ιστορία, είναι αλήθεια, επανέρχεται στο έργο του Ελευθερίου, και βεβαίως αυτό συμβαίνει ακόμα εντονότερα στον Νοητό Λύκο. Πώς ερμηνεύετε αυτή τη συνεπή σύνδεση του Ελευθερίου με τον ιστορικό χρόνο; Μήπως, εν τέλει, συνομιλώντας με την ιστορία προσπαθεί να λύσει και τους δικούς του προσωπικούς γρίφους;

 

Ο Ελευθερίου, όπως πολλές φορές μου το επεσήμανε, δεν πιστεύει στην «καθαρή» ποίηση, την αυτοαναφορική, την ξεκομμένη από τον ιστορικό και υπεριστορικό Χρόνο και Τόπο, «Χώρο και Καιρό», κατά την θαυμάσια διατύπωση του Μαρωνίτη. Κάθε εμπνευσμένος καλλιτέχνης - και ειδικά της γραφής - συνομιλεί με την εποχή του και συγχρόνως  την υπερβαίνει, ώστε να αναδείξει την κεντρική λειτουργία του έργου τέχνης, που είναι η ανάδειξη και δικαίωση της υπαρκτικής αγωνίας του ανθρώπου - μιας «αθανασίας» μεταφορικής, παρηγορητικής ωστόσο και λυτρωτικής.

 

Ο «προσωπικός γρίφος» για τον αληθινό δημιουργό είναι η νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε μιας ατομικά και όλων συγχρόνως. Κατεξοχήν της διαδρομής των παρελθόντων, αυτών που δεν βρίσκονται πια εν ζωή, των προπατόρων, του αχανούς πλήθους που προηγήθηκε. Γι’ αυτό ο Ελευθερίου, σε μια συγκλονιστική σελίδα του Νοητού Λύκου δημιουργεί στροφές στίχων από ονόματα εκλιπόντων, ένα συνταρακτικό προσκλητήριο, συγχρόνως μνημόσυνο.

 

Στην ερμηνεία συναντάμε πρωτίστως τον Γιώργο Νταλάρα, μαζί με τον Χρήστο Θηβαίο και τη Μάρθα Φριντζήλα. Αποκωδικοποιήστε μου, παρακαλώ, την επιλογή τους. Ποια στοιχεία βρήκατε στον καθέναν;

 

Τον Γιώργο Νταλάρα τον ζήτησε εξαρχής ο Ελευθερίου ως Μουσικό Αφηγητή και εννοείται πως συμφώνησα αμέσως. Ο ερμηνευτικός τρόπος του Νταλάρα εκπροσωπεί αριστοτεχνικά και αριστοκρατικά τη μεγάλη παράδοση της Μονωδίας, του Μέλους - βυζαντινού, δημοτικού και λαϊκού - στον μουσικό μας πολιτισμό, καθώς και τη δημιουργική συνομιλία της με τα σύγχρονα ακούσματα, ελληνικά και διεθνή. Τον Χρήστο Θηβαίο τον ζήτησα εγώ εξαρχής - και ο Ελευθερίου συμφώνησε ευθύς αμέσως - για να αναλάβει, ως σπουδαίος μουσικός ερμηνευτής και χαρισματικός ηθοποιός της σκηνής, τον ρόλο του Άγγελου, που μουσικά συνομιλεί με το αποστασιοποιημένα θεατρικό μεσοπολεμικό «πολιτικό καφενείο» του Μπρεχτ και των εκλεκτών συνθετών-συνεργατών του (Βάιλ, Άισλερ, Ντεσάου), όσο υπονομεύει και συγχρόνως γοητεύεται από τον Τρόπο του Μουσικού Αφηγητή. Η Μάρθα Φριντζήλα ισορροπεί ανάμεσα στους δύο «αντιπάλους» με τον αριστοτεχνικό δυισμό της τραγουδιστικής της persona και την πολύπλευρη εμπειρία της ηθοποιού και σκηνοθέτη.





Κύριε Ανδρέου, τι ήταν καλλιτεχνικά και κοινωνικά η Θεσσαλονίκη εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν και βρεθήκατε εκεί; Τι συνέβαινε δίπλα σας κι εντός σας;

 

Η Θεσσαλονίκη υπήρξε τότε πρωτοπόρα και ρηξικέλευθη - δεν είναι τυχαίο που όλες οι κραταιές δισκογραφικές εταιρείες αναβάθμισαν εκείνη την εποχή την εκπροσώπηση τους στην πόλη, με παραρτήματα που είχαν πρωτογενή παραγωγική δυνατότητα, χρηματοδοτώντας απευθείας ηχογραφήσεις δίσκων κλπ. Δυστυχώς η «άνοιξη» αυτή κράτησε λίγο κι επιστρέψαμε στην «Αθηνοκεντρική» συνθήκη - μια συνθήκη που κατά την γνώμη μου ζημίωσε πολύ τον ελληνικό πολιτισμό, όχι μόνο τον μουσικό, αφού του στέρησε διαφορετικές συναρπαστικές και ανταγωνιστικές οπτικές, πολυποίκιλα «χρώματα κι αρώματα». Δουλεύοντας στο «Αγροτικόν», το ιστορικό στούντιο του Παπάζογλου, είχα την ευκαιρία να «αναπνεύσω» τον φρέσκο αέρα που φυσούσε τότε. Ενδεικτικά: Ο Παπάζογλου, φυσικά, οι Χειμερινοί Κολυμβητές, οι Τρύπες, ο Μάλαμας, ο Περίδης που ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη για να δείξει στον Νίκο την ανέκδοτη δουλειά του, οι Φατμέ (ηχογράφησαν το «Ρίσκο» στο «Αγροτικόν»), η Τσαλιγοπούλου, η Κανά, τα Μωρά στη Φωτιά (το προγονικό γκρουπ των Ξύλινων Σπαθιών), οι Άγαμοι Θύται, οι Αλερετούρ... Κι ένα σωρό πολύ δυναμικές μπάντες - ροκ, τζαζ, μπλουζ, λαϊκές. 

 

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε δύο «κεφάλαια» της πρώιμης πορείας σας που μόλις αναφέρατε: Αλερετούρ και Νίκος Παπάζογλου. Πώς προέκυψαν οι δύο αυτές συναντήσεις και τι αποκομίσατε απ’ αυτές;

 

Τους Αλερετούρ τους φτιάξαμε με τον Στάθη Παχίδη, τον Βαγγέλη Κοντόπουλο και τον Βασίλη Καλφόπουλο. Προστέθηκε ο Μπάμπης Αγαθαγγελίδης στην παρέα και ηχογραφήσαμε τον δίσκο Σαν ελληνική ταινία στο studio Sierra στην Αθήνα, επειδή στο «Αγροτικόν» εκείνη την περίοδο έκανε κάποιες αναβαθμίσεις ο Παπάζογλου και ήταν εκτός λειτουργίας. Γνωρίσαμε όμως τον Νίκο έτσι - κι εκείνος ερχόταν να μας ακούσει σε φοιτητομάγαζα και μικρές λαϊκές σκηνές όπου παίζαμε. Εγώ, μετά από κάποιες σεμιναριακές σπουδές ηχοληψίας στο εξωτερικό, ζήτησα από τον Νίκο να εργαστώ στο studio του, για να αποκτήσω πρακτική εμπειρία της δουλειάς. Βρέθηκα λοιπόν σε μια ...αυλή των θαυμάτων - γνώρισα μουσικούς, τραγουδοποιούς, τραγουδιστές, γίναμε φίλοι με τον Νίκο - που υπήρξε ο πρώτος μου μέντορας στην δουλειά του ηχολήπτη, αλλά κυρίως του τραγουδοποιού και μουσικού - και κατέληξα να παίζω πλήκτρα στην μπάντα του, την περίφημη Ταχεία Θεσσαλονίκης. Έπαιξα μαζί του και στη Biennale  της Βαρκελώνης (η ιδρυτική του θεσμού - 1985)  - οι δύο ελληνικές συμμετοχές ήμασταν εμείς και ο Παύλος Σιδηρόπουλος με το περίφημο γκρουπ του, τους Απροσάρμοστους. Έτσι γνώρισα τον Παύλο και γίναμε φίλοι. Λίγο αργότερα, στην Αθήνα πια, στο studio Tracks, που για ένα φεγγάρι ήμουν συνιδιοκτήτης του, ηχογράφησα και μιξάρισα μαζί με τον Νίκο Γκίνη το άλμπουμ Η φαντασία στην εξουσία, συνεργασία Σιδηρόπουλου με Στέλιο Βαμβακάρη, σε στίχους Πάνου Ηλιόπουλου και συμμετοχή του ...Louisiana Red!.

 

O δίσκος των Αλερετούρ (ένας και μοναδικός, συλλεκτικός πια) Σαν ελληνική ταινία οφείλει πολλά στον Γιώργο Μητρόπουλο, τον πολύ γνωστό ραδιοφωνικό παραγωγό, που μας πίστεψε και έγινε ο παραγωγός μας. Όσο για τον Παπάζογλου, η συνεργασία μου μαζί του τέλειωσε με τρόπο μαγικό - στον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, όπου έπαιξα πιάνο για τον Νίκο (η εκδοχή του «Αύγουστου» με πιάνο έχει ηχογραφηθεί ζωντανά στον Σείριο), σε μια παράσταση-μαμούθ, με Σαββόπουλο, Φατμέ, Παπάζογλου, Ξυδάκη, Δυνάμεις του Αιγαίου και φυσικά την Ορχήστρα των Χρωμάτων, με Λέκκα, Λιούγκο, Πασπαλά. Στον Σείριο γνώρισα τον Σαββόπουλο, τον Ξυδάκη (του οποίου ενορχήστρωσα αρκετούς δίσκους και έπαιξα μαζί του ζωντανά) και συνδέθηκα στενότερα με τον Νίκο Πορτοκάλογλου (κι έγινα συνενορχηστρωτής λίγο αργότερα του πρώτου προσωπικού του δίσκου Φωνές). Ο Νίκος Παπάζογλου υπήρξε για μένα μια πόρτα στο θαύμα. Οι Αλερετούρ, η πρώτη μου πολύτιμη εμπειρία ως δημιουργού και εκτελεστή,  στη σκηνή και στο studio.








Φοβερά πράγματα! Μπήκατε, από την αρχή της προσωπικής σας δισκογραφίας με το Κορίτσι και Γυναίκα, στα βαθιά αυτού που ονομάστηκε έντεχνο τραγούδι. Ξέρω ότι ο όρος δεν είναι ιδανικός κλπ. κλπ., αλλά εξηγήστε μου τι υπήρξε εν τέλει αυτό το μουσικό ρεύμα;

 

Ο ορισμός «έντεχνο» κρύβει, είναι αλήθεια, κάποια αμηχανία. Στην ουσία πρόκειται για το δημιουργικό έργο κυρίως της γενιάς του ’90, μιας πολύ σημαντικής παρέας του ελληνικού Τραγουδιού. Τα τραγούδια που γράψαμε αγαπήθηκαν (και συνεχίζουν να αγαπιούνται) από το ελληνικό ακροατήριο και, πιστεύω, δεν υστερούν καθόλου σε σχέση με εκείνα των προπατόρων μας του ’60 και του ’70. Τόσο, που «έντεχνο» κατέληξε να σημαίνει το ποιοτικό ελληνικό Τραγούδι από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι ως τους σημερινούς σημαντικούς συνθέτες και τραγουδοποιούς. Και είναι σίγουρο πως θα περιελάμβανε και τους μεγάλους του Λαϊκού μας Τραγουδιού, που αυτονόητα το δικαιούνται, αν δεν ήταν τόσο φορτισμένος ιστορικά ο προσδιορισμός «Λαϊκό Τραγούδι» (μέσα στον οποίο δυστυχώς έχουν χωρέσει κι αρκετά νεολαϊκά δημιουργήματα αμφίβολης αξίας).

 

Συνεργαστήκατε εξαρχής με μεγάλες ερμηνεύτριες. Ποια στοιχεία της καλλιτεχνικής τους προσωπικότητας σας έφεραν κοντά σε μια Τσανακλίδου, σε μια Βιτάλη, σε μια Τσαλιγοπούλου;

 

Πιστεύω πως είμαι συνθέτης περισσότερο γυναικών παρά ανδρών - αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει η εργογραφία μου. Η υψηλού ταλέντου γυναίκα ερμηνεύτρια στην δική μας μουσική είναι ακαταμάχητη - συνδυάζει την μεγάλη μητέρα της Μεσογείου με μια εξιδανικευμένη ερωτική ύπαρξη, εκπροσωπώντας ιδανικά την καταλλαγή, την παρηγορία, την ελπίδα, απορροφώντας τον πόνο, τον φόβο, το αίσθημα ματαιότητας. Δεν είναι τυχαία η λατρεία της Παναγίας, μιας θνητής που με τον θάνατο της αναλήπτεται στον αθάνατο επάνω κόσμο. Να προσθέσω στις συνεργασίες μου την Αναστασία Μουτσάτσου, την Ρίτα Αντωνοπούλου, την Κορίνα Λεγάκη. Και την Χαρούλα Αλεξίου που ερμήνευσε τη «Μικρή Πατρίδα» μου (και του Παρασκευά Καρασούλου).

 



(Γιώργος Ανδρέου - Κορίνα Λεγάκη, στο στούντιο)


Άκουσα πρόσφατα το ενδιαφέρον δισκογραφικό ντεμπούτο της Irini Qn και μου έκανε εντύπωση, μεταξύ άλλων, η προχωρημένη ενορχήστρωσή σας. Φωτίστε μου, παρακαλώ, αυτή τη λιγότερο γνωστή αλλά σημαντικότατη πτυχή σας.

 

Ασχολούμαι με το...άθλημα της ενορχήστρωσης και καλλιτεχνικής επιμέλειας παραγωγής από την δεκαετία του ’90 (πρώτη φάση, ενδεικτικά: Ξυδάκης, Θαλασσινός, Μάνου, Νταλάρας-Ζήκας, Κατσιμιχαίοι, Πορτοκάλογλου, Τσαλιγοπούλου, Λειβαδάς, Ζούδιαρης-Αλκίνοος Ιωαννίδης) ως το σήμερα (δεύτερη φάση: Λεγάκη, Μουτσάτσου-Πατέλλη, αδελφοί Καλογεράκη, Μπουντούρης, Μητρίτσα, Σιόλας, Καλτσά, Σκαριώτης, Καρούνης-Παρασκευάκος, Τρίτη Έξοδος, Νάρης, Irini Qn, Μήτσης...). Προσεχώς θα κυκλοφορήσουν αρκετές ακόμα ενορχηστρωτικές μου εργασίες σε ηχογραφήματα νέων δημιουργών και ερμηνευτών. Αγαπώ όλες τις δημιουργίες των καλλιτεχνών στις οποίες έχω δράσει ως καλλιτεχνικός επιμελητής και ενορχηστρωτής - επειδή τις εκτίμησα και γι' αυτό και μόνο δέχτηκα να συμμετάσχω στην ανάδειξη τους. Ποτέ δεν αντιμετώπισα αυστηρά ως επάγγελμα αυτή μου την πλευρά. Νιώθω πως το Τραγούδι είναι μια μεγάλη παρέα - όλοι οι δημιουργικοί ρόλοι οφείλουν να συμπράττουν με θετική διάθεση και χαρά. Όσο για τους νεότερους δημιουργούς και ερμηνευτές, θεωρώ υποχρέωση όλων μας να τους στηρίξουμε και να τους δώσουμε βήμα.

 

Και τι καθιστά επιτυχημένη μια ενορχήστρωση;

 

Επιτυχημένη ενορχήστρωση για μένα είναι εκείνη που αναδεικνύει το έργο του δημιουργού και του ερμηνευτή, κι όχι η επιβεβαίωση μιας μανιέρας από την πλευρά του ενορχηστρωτή που δρα αφ' υψηλού, ισοπεδωτικά για το προς ενορχήστρωση έργο. Μπαίνω στο studio ως ενορχηστρωτής και είμαι μια «σελίδα λευκή», έτοιμος να μάθω κάτι καινούργιο, να εκπλαγώ δημιουργικά, να δώσω αλλά κυρίως να πάρω.

 

Έχετε καλύψει πολλά «χιλιόμετρα» ως συνθέτης μουσικής για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ποια είναι η φιλοσοφία σας ως προς το συγκεκριμένο είδος; Πώς προσεγγίζετε, τεχνικά και δημιουργικά, μια παραγγελία;

 

Στον Κινηματογράφο και στο Θέατρο «αφεντικό» είναι ο σκηνοθέτης. Αυτόν ακούω και το δικό του όραμα προσπαθώ να υπηρετήσω. Το κλειδί για μένα είναι να βρίσκεσαι εκεί, παρών - στο μοντάζ, στην πρόβα, στην στιγμή της αμηχανίας και στην στιγμή της δημιουργικής λύσης. Δεν συμφωνώ με τους συνθέτες που έρχονται μετά. Θέλω να είμαι μαζί, συγχρόνως, παρών. Στις θεατρικές μου μουσικές, και ιδίως σε εκείνες για το Αρχαίο Δράμα, έχω κατεξοχήν εμπνευστεί από τις πρόβες - συνηθίζω να βρίσκομαι σε μια γωνιά της σκηνής, μπροστά σε ένα ηλεκτρικό πιάνο, με την παρτιτούρα στο χέρι. Την ώρα της «μάχης» γεννιούνται τα πιο όμορφα, τα πιο ειλικρινή κι αυθεντικά. Οι αναλύσεις, οι θεωρίες, οι a priori ιδέες πάντοτε ανατρέπονται  την ώρα της πρόβας - ευτυχώς.

 

Τελικά, ποια πόλη ονειρευτήκατε κύριε Ανδρέου, για να πιαστώ από ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια σας; Ποιο μεγάλο σας προσωπικό ή καλλιτεχνικό όνειρο ευτυχήσατε να εκπληρώσετε; Και ποιο μένει να πραγματωθεί στο μέλλον;

 

Την πόλη μου την παιδική
μια νύχτα είδα μαγική
μπροστά μου να φωτίζει,
απόγευμα και Κυριακή
πυκνή και ήσυχη βροχή
στα φώτα της δακρύζει,
βιτρίνες έρημες, κλειστές
πλατείες άδειες, σκοτεινές
σιωπή που τις ραγίζει,
φωνή βραχνή του εκφωνητή
της μπάλας κόλπα και γιατί,
ραδιόφωνο που τρίζει

 

Κι εγώ που έψαχνα να βρω
τον παιδικό μου θησαυρό
στου δρόμου το κουβάρι,
ταξίδεψα παιδί μικρό
μα βρήκα κόντρα τον καιρό
και κάλπικο το ζάρι,
κι εγώ που έψαχνα να βρω
τον παιδικό μου θησαυρό
στου δρόμου το κουβάρι,
στην ίδια πόλη τριγυρνώ
την πρώτη αγάπη μου ζητώ
να βρω ποιος μου `χει πάρει.

 

Την πόλη μου την παιδική
μια νύχτα είδα μαγική
μπροστά μου να γιορτάζει,
στο σπίτι άναψε το φως
ξυπνά ο μικρός μου αδερφός
κι η μάνα μου του τάζει,
η μπάντα παίζει δυνατά
φαντάροι τρέχουν στα στενά
κρυφό τους καίει μαράζι,
στις στέγες χιόνι και καπνιά
σχολείο, αρχαία στις εννιά
Δευτέρα που χαράζει.

 

Κι εγώ που έψαχνα να βρω
του κόσμου τον κριτή
στην πόλη ετούτη τη μικρή
τον βρήκα ποιητή.

 

«Σέρρες» - από το άλμπουμ Δέκα τελευταία χρόνια. Ερμηνεύει ο εξαίρετος συνάδελφος μου Στάμος Σέμσης.





Δεν υπάρχουν σχόλια: