Αλέξανδρος Καψοκαβάδης:
«Η πεπατημένη, αργά ή γρήγορα, οδηγεί σε
αδιέξοδα»
Μέλος δύο γνωστών συγκροτημάτων (Ματ σε 2 Υφέσεις, Polis Ensemble), βιρτουόζος της κλασικής κιθάρας και του πολίτικου λαούτου, ερμηνευτής, συνθέτης, ως και διδάκτωρ εθνομουσικολογίας. Εντυπωσιακές μουσικές σπουδές, μαθητείες πλάι σε σημαντικούς δασκάλους όπως Τσιαμούλης, Γράψας, Daly, συνεργασίες με ονόματα-κολοσσούς της ελληνικής μουσικής, και μια εκτενής δισκογραφική παρουσία (Το Πικρό, Φθινοπωρινό, Νυχτέρι, μεταξύ άλλων). Εδώ και καιρό ήθελα να του πάρω μια συνέντευξη αλλά δεν ήξερα από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Εν τέλει, εστιάσαμε στο Consensus, τον τελευταίο του δίσκο. Κυρίες και κύριοι, ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης!
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Τι
περιλαμβάνει το Consensus; Και ποιος θα λέγατε ότι είναι ο
συνδετικός κρίκος των ορχηστρικών και των τραγουδιών, πέρα φυσικά από το
γεγονός ότι συνιστούν δημιουργίες σας;
Το Consensus/ Συναίνεση είναι μια συλλογή από έργα «μουσικής δωματίου», με την έννοια της γραφής για λίγα μουσικά όργανα και φωνές. Το γεγονός που συνδέει όλες αυτές τις συνθέσεις στο μυαλό μου είναι ότι - στην πλειοψηφία τους - πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των σπουδών μου στο ωδειακό μάθημα της Σύνθεσης, αρκετά χρόνια νωρίτερα.
Μέσα από ποιες διαδικασίες και ποιους προβληματισμούς προέκυψε αυτός ο νέος σας δίσκος; Απαιτήθηκαν, όπως έχετε αναφέρει, περισσότερα από τρία χρόνια για να ηχογραφηθεί και να εκδοθεί!
Το πρόβλημα με τα μουσικά έργα που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια των σπουδών των Ελλήνων συνθετών οι οποίοι αποφασίζουν να παραμείνουν στη χώρα μας είναι ότι - ελλείψει μουσικών ακαδημιών και, φυσικά, ορχηστρών οι οποίες λειτουργούν εντός των μουσικών ακαδημιών - σε μεγάλο βαθμό μένουν στα χαρτιά ή στους σκληρούς δίσκους των υπολογιστών. Υπάρχουν και δικά μου έργα για ορχήστρα τα οποία δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να τα ακούσω παιγμένα από φυσικά όργανα. Οι συνθέσεις μου, ωστόσο, μικρότερης έκτασης και λιτής ενορχήστρωσης θα ήταν κρίμα να παραμείνουν όπως οι παραπάνω. Τρία χρόνια χρειάστηκαν για να βρεθούν τα χρήματα, οι φίλοι μουσικοί και οι κατάλληλες συνθήκες ώστε αυτά να ηχογραφηθούν. Κάποια από αυτά, αν και σχεδιάστηκαν αρχικά για μια υποτιθέμενη ορχήστρα παλιάς μουσικής ή ένα τσέμπαλο, προσαρμόστηκαν σε όργανα από τις λόγιες παραδόσεις της ανατολικής Μεσογείου, όπως το κανονάκι, ή το λαύτα. Ορισμένα άλλα, αποφάσισα να τα εκτελέσω μόνος μου, αναλαμβάνοντας πολλαπλούς ρόλους με τη βοήθεια της τεχνολογίας.
Και ποιοι υπήρξαν οι βασικοί σας συνοδοιπόροι
σε αυτό το δισκογραφικό πρότζεκτ;
Βασικός συνοδοιπόρος υπήρξε ο
ηχολήπτης και μουσικός παραγωγός Άρης Ντεληθέος· μόνιμος συνεργάτης μου από το
2006. Στίχους έγραψε ο Σταύρος Δάλκος (επίσης συνδημιουργός μου από τα
μετεφηβικά μου χρόνια), ενώ ο εξαιρετικός ψάλτης και παιδικός φίλος, Μάνος
Σύριος, προσάρμοσε τα ηχήματα στο Βυζαντινό
του οποίου ηγήθηκε ερμηνευτικά. Έπαιξαν οι Στέφανος Δορμπαράκης, Λευτέρης
Ανδριώτης, Χρυσή Τζάβλα, Δέσποινα Σπανού, Αλέξανδρος Χαραλάμπους, Γιάννης
Ζαρίας, Μιχάλης Καταχανάς, Θεολόγος Μιχελλής, Θεόδωρος Κουέλης, Σάκης Λάιος και
Νίκος Σαμαράς. Εξαιρετική μνεία οφείλω στους τραγουδιστές του άλμπουμ οι οποίοι
ταλαιπωρήθηκαν. Αναφέρομαι στον Χρυσόστομο Καλογριδάκη, τη Βασούλα Δελλή, τη
συνθέτιδα Φένια Χρήστου, την Αυγερινή Γάτση και τη Ρούλα Τσέρνου. Εδώ, αξίζει
να σημειωθεί πως η ηχογράφηση των συγκεκριμένων έργων και οι δυσκολίες που
αντιμετώπισαν οι φίλοι που μου χάρισαν το ταλέντο τους αποτέλεσαν ένα έξοχο
μάθημα σύνθεσης. Το σημαντικότερο ίσως: Παίζονται, άραγε, όσα γράφουμε στο
χαρτί ή στα επαγγελματικά προγράμματα επεξεργασίας παρτιτούρας;
Σε ποια στοιχεία δίνετε τη μεγαλύτερη έμφαση,
τεχνικά και ηχητικά, όταν δισκογραφείτε; Πότε, δηλαδή, κρίνετε ικανοποιητικό
ένα τελικό ηχογραφημένο αποτέλεσμα;
Θα βάλω τις προσωπικές μου προτεραιότητες με τη σειρά: Σύνθεση,
ενορχήστρωση, εκτέλεση-ερμηνεία και στο τέλος όσα αφορούν τον ήχο. Βεβαίως,
στην εν λόγω περίπτωση, η δουλειά του ηχολήπτη είναι πολύ πιο σύνθετη από την
ηχογράφηση και τη μίξη.
Οι συνθέσεις σας στο Consensus προκύπτουν από ένα χρονικό βάθος 15ετίας. Κοιτώντας πίσω, ποιοι θα λέγατε
ότι είναι οι βασικοί σταθμοί της συνθετικής σας εξέλιξης;
Ξεκίνησα να γράφω μουσική στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αρχικά ένα δύο
τραγούδια και κάποιες μελωδίες για τις ανάγκες του συγκροτήματος Ματ σε Δύο
Υφέσεις. Από το 2002 μέχρι το 2011, τα εννέα χρόνια που το σχήμα
δραστηριοποιήθηκε δισκογραφικά, έγραψα μόλις δεκατρία κομμάτια. Αυτό, βεβαίως,
δεν σημαίνει ότι δεν θεωρούσα δικά μου και τα υπόλοιπα τριάντα πέντε, τα οποία
ανήκουν πνευματικά στα άλλα μέλη. Ξέρεις, τότε λειτουργούσαμε ως «λαϊκοί»
συνθέτες, εφόσον δεν χρησιμοποιούσαμε καν παρτιτούρα. Καμιά φορά, σημειώναμε τα
ακόρντα σε ένα Α4 κι έπειτα τα ενορχηστρώναμε παρέα.
Αυτός που άλλαξε τη μουσική μου μοίρα ήταν ο Νίκος Μαμαγκάκης. Μένοντας
δίπλα του ως συνεργάτης, από το 2008 ώς και το 2013, μυήθηκα στο πάθος της
μουσικής δημιουργίας από τη σκοπιά ενός λόγιου μουσουργού, ο οποίος μου
συνήθιζε, στα έργα του, να προγραμματίζει τα πάντα με λιγότερη ή περισσότερη
ακρίβεια. Από τον Μαμαγκάκη και μετά, άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη.
Τότε ήταν που ξεκίνησα και τα μαθήματα στο ωδείο...
Ο πειραματισμός είναι μια βασική συνιστώσα
του Consensus. Πώς τον αντιλαμβάνεστε εσείς ως έννοια και ως μουσική πράξη;
Ο πειραματισμός ανοίγει νέους δρόμους, εφόσον πετύχει… Έχω την αίσθηση ότι
η «πεπατημένη οδός», αν και συχνά παρέχει μια κάποια ασφάλεια σε δημιουργό και κοινό, αργά ή
γρήγορα οδηγεί σε αδιέξοδα. Προσωπικά ψάχνω, σε όλη μου τη ζωή, πράγματα που θα
με εμπνεύσουν. Όταν τα βρίσκω προσπαθώ να τα μιμηθώ κι όχι να τα επανεκτελέσω.
Κάπως έτσι συνέβη με διάφορα κομμάτια του άλμπουμ. Το πιο χαρακτηριστικό,
νομίζω, είναι η Γλυκομηλιά στον Άδη.
Εντυπωσιάστηκα πραγματικά ακούγοντας το λαούτο, τη λύρα και το κανονάκι να συναντούν τον …Μπαχ στα τέσσερα πρώτα μέρη του δίσκου, στην Αγγλική Σουίτα σας. Πόσο «εύκολη» ή «δύσκολη» είναι μια τέτοια συνύπαρξη παράδοσης και δυτικής μουσικής;
Η επαφή μου με τα όργανα και τις μουσικές παραδόσεις της ανατολικής Μεσογείου με όπλισε με αυτοπεποίθηση σχετικά με τη χρήση τους στους μουσικούς μου πειραματισμούς. Ερχόμενος σε στενή επαφή με το πολιτισμικώς διαφορετικό, δεν φοβάσαι να το υιοθετήσεις, να το εντάξεις - αν θες - στο πολιτισμικώς οικείο. Είναι παγίδα να αντιμετωπίζεις τα μουσικά προϊόντα ως αυγά που κινδυνεύουν να σπάσουν, αν τυχόν τα μετακινήσεις. Για εμάς - βάζω στην εξίσωση και τον Στέφανο (σ.σ.: Δορμπαράκη) και τον Λευτέρη (σ.σ: Ανδριώτη) που έπαιξαν κανονάκι και λύρα αντίστοιχα - η απόπειρα να παίξουμε κάτι που κατάγεται από τον Μπαχ δεν εμπεριείχε κίνδυνο, ούτε συνιστούσε ρίσκο. Τα αντίθετο μάλλον. Πόσο φτωχή θα ακουγόταν η δική μου Αγγλική Σουίτα παιγμένη σε ένα τσέμπαλο, όπου όλοι θα την συνέκριναν, εκούσια ή ακούσια, με αυτές του τιτάνα… Έτσι, με πιο εναλλακτικό ήχο, το εγχείρημα απέκτησε, θαρρώ, μια ιδιαιτερότητα.
Υπάρχει στην Ελλάδα κοινό για να ανταποκριθεί
στις μουσικές σας αναζητήσεις; Υπάρχει εξοικείωση με μια φόρμα που ξεφεύγει από
το τραγούδι;
Κι έναν να καταφέρω να συγκινήσω, μου αρκεί. Και μισού ανθρώπου να πετύχω
να ομορφύνω μια στιγμή, μου φτάνει.
Στα αγγλικά Consensus σημαίνει συναίνεση, αλλά και επικρατούσα άποψη. Τι εννοείτε με τον τίτλο;
Εννοώ αυτό ακριβώς. Συναίνεση με τη σημασία της αποδοχής των όρων μιας
άγραφης συμφωνίας...
Ελπίζω ότι θα έχουμε σύντομα την ευκαιρία να
συζητήσουμε την πολύπλευρη δραστηριότητά σας και πέραν του Consensus, και βεβαίως την παρουσία σας στο Polis Ensemble. Μέχρι τότε, πείτε μου παρακαλώ τι θα συναντήσει ο ακροατής στον «Ήχο
Ελληνικό», τον νέο δίσκο που κυκλοφόρησε το πραγματικά ιδιαίτερο αυτό μουσικό
σχήμα;
Ο Ήχος ελληνικός είναι ένα
πολύπλευρο έργο, για την πραγμάτωση του οποίου εργάστηκαν αρκετοί άνθρωποι με
επαγγελματισμό και αυταπάρνηση. Και με αγάπη, φυσικά... Το βιβλίο-CD αυτό αξίζει να διαβαστεί και να ακουστεί. Στη συνέχεια
θα αποτιμηθεί. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην ερευνητική και καλλιτεχνική αξία
του. Ένα μουσικό σχήμα με έξι μουσικούς αποπειράται να ισορροπήσει μεταξύ
πολλών και διαφορετικών μουσικών στυλ, καθένα από τα οποία προβάλλει μια
ελληνικότητα, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει όρους εθνικισμού ή πατριδολαγνείας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πόνημα αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί ως
ανθολογία ή ως οδηγός ελληνικών μουσικών σπουδών. Αν το δει κανείς καθαρά
καλλιτεχνικά, ο Ήχος ελληνικός είναι
η προσπάθεια ορισμένων ανθρώπων να εκφραστούν μουσικά, τιμώντας παράλληλα
κάποιους μουσουργούς, τα ονόματα και τα πορτραίτα των οποίων πλανώνται πάνω από
τα κεφάλια των πρώτων, καθ’ όλη τη διάρκεια του μουσικού τους βίου.