Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Γιώργος Σταυριανός - "Η αλήθεια της νύχτας" (8)







ΞΕΤΥΛΙΓΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ...

Μαλλιά μες στον αέρα που ανέμιζαν. Ήμασταν τρεις ν’ ανηφορίζουμε το μονοπάτι μέσα στις άγριες καστανιές του φθινόπωρου. Ο ήλιος κόντευε να δύσει, κι ένας ουρανός σπαρμένος πυρρόξανθες ανταύγειες κατηφόριζε μέχρι τον ορίζοντα.

Πρόσωπα διάφανα, μάτια που αιχμαλώτιζαν τον καιρό. Και μόνο σαν άρχιζε πια να σκοτεινιάζει, συνειδητοποιήσαμε πόσο πολύ είχαμε απομακρυνθεί.

«Ε σταματήστε, έχουμε άλλο τόσο δρόμο για την επιστροφή. Δεν πρέπει να μας βρει η νύχτα».

Η πρωτοβουλία του περιπάτου ανήκε είν’ αλήθεια στην Κοκό, μια απ’ τις σπάνιες φορές που μια ιδέα της έγινε αμέσως αποδεκτή. «Δεν πρέπει με τίποτα να χάσουμε το υπέροχο αυτό απόγευμα».

«Και τι προτείνεις;»

«Ένα περίπατο στο δάσος της Τρουβίλ. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, πως δεν υπάρχει τίποτα συναρπαστικότερο αυτή την εποχή».

Ο Υβ την κοίταξε και δείχνοντας εκστασιασμένος αναφώνησε. «Ας μη χάνουμε καιρό λοιπόν. Σηκωθείτε. Ε λοιπόν Κοκό» πρόσθεσε με σημασία, «είναι κάποιες φορές που με εκπλήσσεις».

Την χτύπησε φιλικά στους ώμους, και η Κοκό αρπάζοντας την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε μια πρωτοβουλία τόσο έξω από τα καθιερωμένα, ανέλαβε γεμάτη έξαψη το γενικό πρόσταγμα. Όμως δεν ανταποκρίθηκαν όλοι στο κάλεσμα. Η Μαριλίζ προφασίστηκε κούραση, ο Ντενί μια συνάντηση που δεν μπορούσε ν’ αποφύγει, ο Ζακ συμφωνώντας σχεδόν πάντα με την αδερφή του αρνήθηκε ευγενικά, τον Ζαν-Κλωντ τον περίμενε τη Ανίκ...

Στο τέλος βρισκόμασταν τρεις ν’ ανηφορίζουμε για τα υψώματα. Στο τιμόνι ο Υβ, που δεν έπαψε να κάνει σε όλους πειράγματα, επιδεικνύοντας την καλή του διάθεση.

«Λοιπόν Κοκό, σοβαρά βρίσκω πως η ιδέα σου ήταν καταπληκτική».

Ακούγοντάς τον να επιμένει για τρίτη συνεχόμενη φορά σ’ αυτή τη διαπίστωση, δυσκολευόμουν πραγματικά να κατανοήσω τον πραγματικό στόχο αυτής της φιλικής επίθεσης.

«Μη βλέπεις που δεν το προτείνω συχνότερα» η Κοκό είχε ήδη περάσει στην άμυνα, «απλά αντιλαμβάνομαι πως δεν υπάρχει πάντα η διάθεση για κάτι τέτοιο» αποφάνθηκε με σεμνότητα, και σχεδόν αμέσως, «Όχι, όχι, μην πάρεις το δρόμο αυτό. Μη σε ξεγελά η πινακίδα. Είναι η κατεύθυνση που παίρνουν οι περισσότεροι. Στρίψε εδώ δεξιά και θα δεις πού θα βγούμε».

«Μα Κοκό, με εκπλήσσεις όλο και περισσότερο» έκανε ενθουσιασμένος ο Υβ, «θα ’λεγε κανείς πως έρχεσαι συχνά για περίπατο...», και κλεφτοκοιτάζοντάς την πονηρά… «ή μήπως κάνω λάθος;»

Όμως η Κοκό δεν απάντησε. Σκόπιμα, σκέφτηκα, η παμπόνηρη. Χαμογέλασε αινιγματικά, και με ύφος συγκαταβατικό άφησε να της ξεφύγει ένα «Κάνουμε ό,τι μπορούμε Υβ», αφήνοντας έτσι ένα πέπλο μυστηρίου να πλανάται στην ατμόσφαιρα.

Δεν μπορώ να πω ότι συμμετείχα στη συζήτηση κατά την διάρκεια της διαδρομής. Κι όμως, έμελλε εκείνο τον περίπατο να τον θυμάμαι για πάντα. Κάποια στιγμή αφήσαμε το αυτοκίνητο σε μιαν άκρη, και κατεβήκαμε.

Τον ρόλο του οδηγού ανέλαβε η Κοκό. Έχοντας πάρει τα εύσημα με γενναιοδωρία, θεώρησε χρέος της να αποδείξει ότι τα άξιζε. Προπορευόταν οδηγώντας μας και σχολιάζοντας κάθε λίγο και λιγάκι την διαδρομή, χαλί μαγικό απίστευτων χρωματικών συνδυασμών...

Ήταν σα να ανακαλύπταμε ένα κόσμο που ήταν δίπλα μας κι όμως παρέμενε άγνωστος κι ανεξερεύνητος γεμίζοντάς μας με μια πρωτόγνωρη πληρότητα, που έμοιαζε με ευτυχία..., που δεν ήταν όμως... Ήταν κάτι περισσότερο από ευτυχία. Ήταν ίσως το επόμενο βήμα, μια συναισθηματική εξίσωση με στρογγυλοποιημένους τους αριθμούς, όπου κανένας δεκαδικός δεν είχε θέση.

Ναι, η Κοκό, κι αυτό ήταν το αστείο και το περίεργο στην όλη κατάσταση, προπορευόταν, κι όποιες κι αν ήταν η λογική που της το επέβαλε, ήταν απ’ τις ελάχιστες φορές που σεβάστηκε τον περίγυρό της. Παρενέβαινε μόνο εκεί που ήταν απολύτως αναγκαίο, αφήνοντας απ’ έξω κάθε σχόλιο που θα παρενοχλούσε, κάθε περιττή φλυαρία. Είχε υποταχτεί σ’ ένα πλαίσιο πέρα και έξω απ’ τις συνήθειές της, κι αυτό τι παράξενο, φαινόταν να μην την ενοχλεί καθόλου. Έμοιαζε γοητευμένη κιόλας, έχοντας την βεβαιότητα ότι όχι μόνο συμμετείχε, αλλά ήταν και η αιτία όλης αυτής της υπέροχης εμπειρίας που βιώναμε.

Ένα αεράκι ζεστό και υγρό μαζί είχε σηκωθεί, έτσι καθώς περπατούσαμε εδώ και αρκετή ώρα, με γρήγορο ρυθμό στην αρχή, πιο αργό στη συνέχεια. Προσαρμοζόμασταν στους ρυθμούς της φύσης αβίαστα. Ώσπου ήρθε η ερώτηση που με ξάφνιασε, και το περίεργο ήταν πως αυτή βγήκε από τα χείλη του πάντοτε νηφάλιου, διακριτικού, και σχετικά αποστασιοποιημένου Υβ.

«Λοιπόν, φίλε μου, θα μας μιλήσεις για την Ολυμπία;»

Σταμάτησα απροετοίμαστος και τον κοίταξα. Η Κοκό βρισκόταν εκείνη τη στιγμή σε απόσταση ασφαλείας για να μπορούσε ν’ ακούσει την ερώτηση.

«Λοιπόν, δεν μου απάντησες. Υποθέτω πως πρέπει να ’ταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία...»

Η ένταση της φωνής του είχε χαμηλώσει, μη αφήνοντας περιθώρια στους όποιους λαθρακουστές, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε άλλος από την Κοκό, που όμως άξιζε για πολλούς σκέφτηκα όχι χωρίς να μειδιάσω, ενώ αναρωτιόμουνα κάτω από ποιες συνθήκες ο Υβ είχε αυτή την ενημέρωση. Γνωρίζοντάς τον όπως τον γνώριζα, είχα την βεβαιότητα πως θ’ άφηνε να διαρρεύσει μόνο ό,τι αυτός ήθελε. Όμως, η ερώτηση από μέρους του είχε τεθεί και σίγουρα όχι αστόχαστα.

«Η Ολυμπία» άρχισα να λέω, «είναι ένας κύκλος...»

«Ένας κύκλος...» συνέχιζε ο Υβ, κι ήταν σα ν’ άκουγα την επιστροφή της ίδιας μου της φωνής.

«Ένα κύκλος» συνέχισα, «που όμως όσο κι αν ψάξεις...»

«Όσο κι αν ψάξεις... ;»

«Δεν εντοπίζεις κέντρο πουθενά...»

Δεν απάντησε. Αργότερα αναλογίστηκα πόσο εξωπραγματικές και δυσνόητες ήταν οι εκτιμήσεις μου για τον συγκεκριμένο τόπο, αλλά και πόσο αόριστες και αινιγματικές οι απαντήσεις μου.

Εκείνη τη στιγμή ο αέρας δυνάμωσε, μια τούφα από καστανόξανθα μαλλιά αναποδογύρισε, τιτιβίσματα πουλιών και θόρυβοι δάσους που είναι αδύνατον να εντοπίσεις με ακρίβεια από πού προέρχονται. Ακολούθησε μια παύση, χνάρια βημάτων στο νοτισμένο χώμα, ανεπαίσθητα θροίσματα φύλλων, εφήμερα περάσματα αποκαμωμένων ηλιαχτίδων...

Σαν ένας πίνακας του Κορό, σκέφτηκα. Το βλέμμα μου αναρριχήθηκε στα πανύψηλα δέντρα που έκρυβαν τον ουρανό. Φως που κυνηγούσε την σκιά, αστραφτερά διαμάντια που χάνονταν κάθε τόσο κι έπεφταν παιχνιδίζοντας πάνω στα πρόσωπά μας.

Η Κοκό μας υποδείκνυε ένα ξέφωτο στην άκρη του μονοπατιού, όμως εμείς δεν το ακολουθήσαμε. Προτιμήσαμε ένα άλλο μονοπάτι που οδηγούσε σ’ ένα ύψωμα, απ’ όπου θα μπορούσαμε να απολαύσουμε τη θέα της πεδιάδας.

«Τουλάχιστον, έτσι νόμιζα, πως ήταν ένας κύκλος, και πως δεν υπήρχε κέντρο αναφοράς...» συνέχισα σχεδόν ψιθυριστά.

Σιωπή που δεν διακοπτόταν παρά από το τρίξιμο που έκαναν κάποια ξερόκλαδα κάτω από τα ολοένα και πιο νωχελικά μας βήματα... Ένα παράξενο κι απόκοσμο φως που έλουζε την ώρα εκείνη τον κόσμο, τον έκανε να φαίνεται πιο εύθραυστο και πιο ευάλωτο, αλλά και πιο αληθινό.

«Ώσπου ανακαλύψαμε τον Ερμή» πρόσθεσα, χωρίς καμιά αυξομείωση στην ένταση της φωνής.

«Και τότε;»

Πολύ αργότερα, η υποψία μιας αγωνίας ανάμεικτης με ένα παιδιάστικο ενθουσιασμό που νόμισα πως είχα εντοπίσει στη φωνή του, μου φάνηκε πέρα για πέρα αληθινή.

«Ώρες ατέλειωτες εκστασιασμού και μέθης, χαράς ανείπωτης, που σιγά σιγά μετασχηματίστηκε σε μια πληρότητα σχεδόν απόλυτη... Συναίσθημα πρωτόγνωρο, μαγεία που σε διαποτίζει πέρα για πέρα... Γλώσσα μυστηριακή που έχει να κάνει με άγνωστους για ’μάς συνδυασμούς, μια τελειότητα που δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο, ένας πανάκριβος μηχανισμός αρμονίας...»

Ο αέρας που δυνάμωσε απότομα μου πήρε την τελευταία λέξη. «Ένας... ανεξήγητος μηχανισμός αρμονίας. Υποψιάζεσαι ένα κέντρο που συντονίζει όλη αυτή την απίστευτη συνωμοσία των στοιχείων και των συγκυριών που συγκροτούν την ισορροπία... Το άγνωστο χέρι που καθοδηγεί το σκοπό, που οργανώνει την πρόνοια και ...»

Εκείνη τη στιγμή η Κοκό θριαμβευτικά μας ανακοίνωνε πως είχαμε φτάσει επιτέλους στο ποθούμενο σημείο, πως δεν είχαμε παρά να πλησιάσουμε, για να θαυμάσουμε τη θέα που είχε κάτι το μοναδικό.

Σε λίγο και πριν μας προλάβει η νύχτα, παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής. Η Κοκό συνέχιζε να παραμένει σιωπηλή, αποφεύγοντας να σχολιάζει κάθε τόσο όπως συνήθιζε να κάνει. Όμως ήταν πάλι εκείνη που προπορευόταν, λες και δεν ήθελε ν’ αφήσει τα σκήπτρα του αρχηγού που τόσο επάξια είχε κατακτήσει.

Κοίταξα τον Υβ. Με τα χέρια στις τσέπες περπατούσε δίπλα μου καρφώνοντας κατά διαστήματα το βλέμμα του κυριολεκτικά πάνω μου, λες και περίμενε την συνέχιση της εξομολόγησής μου. Όμως σιωπούσε. Κι αυτό που περίμενε δεν άργησε να συμβεί.

«Αυτή η τελειότητα μοιάζει να σε ακυρώνει, στο τέλος όμως σε κάνει και επαναστατείς...»

Ξαφνιάστηκε, σα ν’ άκουσε κάτι που δεν περίμενε.

«Υπάρχει αυτή η πρόκληση, αυτή η εκ των προτέρων χαμένη παρτίδα... Μου είναι δύσκολο να στο περιγράψω αυτό το συναίσθημα... Αυτό το κύμα οργής στην μάταιη αναμέτρηση, στην αποδοχή μιας μοίρας που επιβάλλει περιορισμούς και όρια, που πρέπει όμως ν’ αποδεχτούμε...»

«Ναι, καταλαβαίνω τι υπαινίσσεσαι...»

Ο Υβ έμοιαζε ονειροπόλος αλλά και ιδιαίτερα προβληματισμένος.

«Δεν υπάρχει υπαινιγμός, μόνο διαπίστωση».

«Μια διαπίστωση ως προς τι;»

Ένας διάλογος που δεν θα οδηγούσε πουθενά, και που όμως έπρεπε να γίνει. Κατάλαβα πως έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια εκ μέρους μου.

«Είναι όπως οι κρίκοι μιας αλυσίδας, ο καθένας τους ξεχωριστά δεν αποτελεί παρά ένα κρίκο, όλοι μαζί όμως συνθέτουν ένα συγκεκριμένο εργαλείο που παρέχει λύσεις, είτε από μόνο του, είτε σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων εργαλείων και ενεργειών...»

Ο συνομιλητής μου ξανάγινε σοβαρός. Δεν απάντησε αμέσως, άφησε να κυλήσουν μερικά δευτερόλεπτα. Τα πρώτα σκοτάδια κατέβαιναν από τον ουρανό φορτωμένα μυστήριο και μυρωδιές. Η Κοκό είχε απομακρυνθεί αρκετά κι έμοιαζε χαμένη στον κόσμο της.

Θυμήθηκα την σκηνή της Ολυμπίας. Εκεί στην άκρη της καθάριας παραλίας. Η άμμος ήταν ακόμα ζεστή, αν και η νύχτα είχε ταξιδέψει μέχρι τη μέση του ουρανού. Κι ύστερα οι γάμοι... Οι γάμοι οι ξαφνικοί του Σύλβιο και της γης... Το αφηνιασμένο άλογο που αφήνει τους σπασμούς της αγωνίας του στην άμμο, ο παφλασμός των κυμάτων, κι ύστερα...

«Θυμάμαι πώς έτρεξε...»

«Ποιος;»

«Ο Σύλβιο» απάντησα εξουθενωμένα.

«Κι ο... Αλμερίκ; Πώς αντέδρασε ο Αλμερίκ;»

Τον κεραυνό πρέπει να τον περίμενα, γι’ αυτό κι είχα εφοδιαστεί με αλεξικέραυνο. Δεν με αιφνιδίασε. Μόνο διαπίστωνα… Ότι ο Υβ κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν καλά ενημερωμένος. Αλήθεια, μέχρι τίνος σημείου ήξερε; Και μέχρι πού περίμενε να φτάσω;

Περισσότερο κι απ’ όσα ήξερε, υποψιαζόταν ακόμη περισσότερα, κι όπως ήταν δεινός παρατηρητής, δεν κατέγραφε απλά τα φαινόμενα, πράγμα άλλωστε φυσιολογικό να συμβαίνει. Φρόντιζε να τα κατατάσσει και να τα αναλύει στη συνέχεια, προσπαθώντας να εισχωρήσει σε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «βαθύτερη αίσθηση των πραγμάτων».

Στην ερώτηση που μου είχε ευθέως υποβάλει δεν απάντησα. Το βλέμμα μου βούτηξε στα πρώτα τρεμάμενα σκοτάδια που κατέβαιναν από τον ουρανό. Η ερημική παραλία κοντά στην Ολυμπία ξεδιπλώθηκε μπροστά μου. Ρήγματα χρόνου απ’ όπου ξεπηδούσαν οι πρώτες του σύμπαντος ορμές, η υπεροψία της νιότης... Το άγουρο φρούτο που απαιτεί την γεύση, που θαρρεί πως την έχει κατακτήσει, με το χρώμα που φρόντισε να πάρει πρόωρα...

Ναι, η Ολυμπία δεν ήρθε παρά σαν αμφισβήτηση στην αλαζονεία και τις επιπλοκές ενός ξιπασμένου προβληματισμού.

Αποφάσισα να μην αναφερθώ περισσότερο στην εμπειρία αυτή. Υπήρχε ο κίνδυνος να παρερμηνευτώ, κι ύστερα ανακάλυπτα πως δεν ήμουν ακόμα σε θέση να συνεχίσω. Είναι ευκολότερο να περιγράφεις φαινόμενα, και απείρως δυσκολότερο να τα αναλύεις ξετυλίγοντας το κουβάρι.

«Αλμερίκ, δεν είναι εκπληκτικό όνομα; Μοιάζει εξωπραγματικό» ήταν το μόνο που βρήκα να πω.

«Αλμερίκ, ο μεγαλύτερος αδερφός του Αλμπέν ντε Λιζιέρ» μονολόγησε ο Υβ, και το αινιγματικό του μειδίαμα μ’ έκανε να καταλάβω στα σίγουρα πια πως ήξερε πολύ περισσότερα απ’ όσο τον είχα ικανό να ξέρει.



Δεν υπάρχουν σχόλια: