Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» την Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 1999, σελ. 50, στο πλαίσιο αφιερώματος της Γιώτας Συκκά στα «Πρόσωπα και πράγματα στο ελληνικό τραγούδι». Το αναδημοσιεύουμε εδώ με την άδεια του συγγραφέα, θεωρώντας το κρίσιμο για να κατανοήσουμε τόσο την οπτική του Μπουρμπούλη για το ελληνικό τραγούδι, όσο και τον ρόλο του τραγουδιού στη διαμόρφωση εθνικής και λαϊκής ταυτότητας στη νεότερη Ελλάδα.
Έθος και ήθος της μουσικής μας
του Μιχάλη Μπουρμπούλη
Η είσοδος του 20ου αιώνα βρίσκει την Ελλάδα να «αναγιγνώσκει» το μουσικό της είναι σε δύο παραμέτρους: την επτανησιακή έντεχνη μουσική και τη μουσική της παράδοσης. Στη μουσική της παράδοσης πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και εκείνη της Εκκλησίας. Την ορθόδοξη, που λανθασμένα ονομάστηκε «βυζαντινή». Έτσι, γεννήθηκε η ανάγκη για εθνική μουσική. Παράδειγμα, ο Καλομοίρης. Η περαιτέρω εδραίωση, με τον βενιζελισμό, της αστικής ιδεολογίας ανοίγει τις πόρτες στα μουσικά ρεύματα εξ Εσπερίας. Το γεγονός παρασύρει και την έννοια «τραγούδι», που και αυτό υπηρετεί ωσάν ισχνή παραφυάδα αυτό το έθνος.
Αστικός και Λαϊκός είναι δύο ποταμοί που βγάζουν στην ίδια θάλασσα. Μια σύζευξη από τον Σκαλκώτα και τον Κωνσταντινίδη των δύο ποταμών επιτυγχάνεται, αλλά δεν μετουσιώνεται σε αυτούσιο εθνικό είδος. Η μικρασιατική περιπέτεια φέρνει στην Ελλάδα την ικμάδα μιας γονιμοποιού ουσίας και το Λαϊκό μετατρέπεται σε Άσμα Λαού. Ο μεσοπόλεμος εντείνει, με τον Μεταξά, την ανάγκη για αυτοέκφραση, Το «ελαφρύ» και «λαϊκό» είναι σε παράταξη αντίμαχη και έτσι προχωρούν τα πράγματα έως την εμφάνιση των Θεοδωράκη-Χατζιδάκι. Η εποχή δρα συγκρητικά και η έντονη παρουσία τους εκ των πραγμάτων ωθεί τα πράγματα σε μια αυτοτέλεια του είδους.
Οι Έλληνες έχουν πλέον δικό τους μουσικό πρόσωπο, τη δική τους φωνή, το ελλαδικό τραγούδι: Τούτο έχει «την χάριν» να ενώνει όλες τις κοινωνικές παραμέτρους εν τ’ αυτώ, δηλαδή τη μουσική μέθεξη. Κάτι που δεν κατόρθωσαν οι άλλες μορφές τέχνης: Λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες. Αυτές κράτησαν την απόσταση «ασφαλείας» από το σύνολο του λαού, χαροπαλεύοντας για να υπάρξουν… όχι όμως και να διδάξουν.
Μουσικά «μεγάλα» γεγονότα δεν μπορούσαν στον αιώνα μας να υπάρξουν στην υπό διαμόρφωση Ελλάδα: Παρέμεινε, όμως, η ανώνυμη μαγιά για να εμπλουτίσει την προσωπική δημιουργία (ας δούμε Σκαλκώτα, Κωνσταντινίδη και το συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη).
Συγκροτημένη σχολή «σοβαρής» μουσικής δεν μπορούμε να πούμε ότι ως έθνος καταφέραμε να έχουμε. Έχουμε όμως στιβαρή λαϊκή μουσική, που θα είναι δύσκολο να της αρνηθούμε το υψηλό, ενιαίο έθος και ήθος. Και αυτό είναι φυσικό! Και κοσμογόνο. Από κει και πέρα, η ωσμωτική συνάφεια σοβαρού και δημοποιημένου μας δίνουν το «Άξιον Εστί» των Ελύτη-Θεοδωράκη, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την πληρέστερη μουσική δημιουργία της ταυτότητας του ελληνισμού τον 20ο αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου