ΔΕΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΧΡΩΣΤΑΜΕ ΣΤΟΝ ΝΟΤΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ
του Ηρακλή Οικονόμου
1) Την ενορχηστρωτική
προσέγγισή του στα αντάρτικα, προσέγγιση σχεδόν υπόκωφη, απογυμνωμένη, ριζικά
διαφορετική από την σαφώς πιο εξωστρεφή ματιά του Μικρούτσικου. Στον Μαυρουδή
(και βεβαίως και στον Θάνο) χρωστάμε το πέρασμα των αντάρτικων στις επόμενες
γενιές. Ξεχωρίζω το «Άνεμοι Θύελλες» - ένα ψιθύρισμα από το οποίο ξεχύνεται μπροστά
μου ένα ποτάμι ανώνυμων αγωνιστών καθώς βαδίζουν προς τον θάνατο και την
αθανασία.
2) Τη σειρά Café del’ Art με τις δύο κιθάρες, τη δική του και του Παναγιώτη
Μάργαρη, που «νομιμοποίησε» την κιθαριστική μουσική σε ένα ευρύτατο κοινό,
παράγοντας παράλληλα εξαίσιες λυρικές στιγμές. Μουσική για τον κινηματογράφο,
Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Λατινική Αμερική, ορχηστρικά που
έφτιαξαν τη δική τους σχολή. Ξεχωρίζω το Λαϊκό Βαλσάκι που περιλαμβάνεται στο Café del’ Art 1 και κατάγεται από …«Κάπου ανατολικοδυτικα».
3) Τη συμβολή του στο Νέο
Κύμα – ήδη από το 1964 ο Μαυρουδής ξεκινάει τις δισκογραφικές του καταθέσεις,
έχοντας παράλληλα κεντρική θέση και στις μπουάτ με την κιθαριστική του
δεινότητα. Αξιοθαύμαστο δεν βρίσκω μόνο το ότι μπήκε στο συγκεκριμένο ρεύμα και
ύφος, αλλά και το ότι βγήκε απ’ αυτό – εννοώ ότι προχώρησε παρακάτω και βάθυνε
την τέχνη του, όπως π.χ. έκανε κι ο μέγας Σπανός. Ξεχωρίζω το «Άκρη δεν έχει ο
ουρανός» με την ερμηνεία του Γιώργου Ζωγράφου.
4) Τη μελοποίηση της ποίησης
του Μάνου Χατζιδάκι στο απαράμιλλης ευαισθησίας «Παιδί της Γης». Εκεί, η
«Μυθολογία» του Μ.Χ. τροφοδοτεί μια μελωδική-ηχητική ατμόσφαιρα που συμβαδίζει
με το χατζιδακικό ύφος προδίδοντας όμως και τη δημιουργική φλέβα του Μαυρουδή
που επρόκειτο να εκραγεί τη δεκαετία του ’80. Ξεχωρίζω την «Κρίση» με την
Αρλέτα φυσικά, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση.
5) Τη δεκαετία 1984 – 1993,
την κατά την ταπεινή μου άποψη περίοδο απόλυτης ακμής του συνθέτη. «Στην όχθη
της καρδιάς μου», «Έρως ανίκατε μάχαν», «Κάπου ανατολικοδυτικά», «Ίσως φταίνε
τα φεγγάρια», «Τοπίο μυστικό». Κι ύστερα «Στην ηχώ του έρωτα» το 2002, στο ίδιο
πνεύμα και αισθητική. Μιλάμε για έξι δίσκους από τους οποίους δεν πετάς τίποτα
– ούτε τραγούδι, ούτε ορχηστρικό, ούτε νότα, ούτε κιχ – που συνοψίζουν τη
διασταύρωση Ανατολής και Δύσης πάνω στην οποία στρογγυλοκάθεται το έντεχνο τραγούδι.
Ξεχωρίζω το «Εμπιστευτικόν» στην αρχική του εκτέλεση με τον Γιάννη Σαμσιάρη - 2
λεπτά και 45 δευτερόλεπτα μιας υπερβατικής εμπειρίας ακρόασης.
6) Την ερωτική του αίσθηση,
την εξύμνηση του πάθους και του ερωτισμού, την κινητοποίηση των αισθήσεων, έναν
αισθησιασμό που διατηρεί ήθος δίχως να χάνει σε ένταση ή πειστικότητα. Δεν
είναι τυχαίο ότι ο Μαυρουδής έγραψε λίγο λιγότερο από μια ντουζίνα τραγούδια με
τον ίδιο τίτλο: «Ερωτικό»! Ξεχωρίζω το «Ερωτικό» με την Ελευθερία Αρβανιτάκη
και τους στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου: «Κόκκινο σαν αίμα λέω / το τραγούδι
σου και κλαίω / μες στη νύχτα μου που σ’ είδα / άντρας μου είσαι και πατρίδα».
7) Τις δουλειές του για παιδική
χορωδία, συγκεκριμένα την Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου, στο «Χάρτινο
καράβι» και το «Λούνα Παρκ». Είναι ενδιαφέρουσα η προσέγγισή του, καθώς στην
πλειοψηφία τους δεν μιλάμε για παιδικά τραγούδια αλλά για τραγούδια για
μεγάλους τραγουδισμένα από παιδιά. Τα παιδιά, δηλαδή, δεν είναι ο στόχος, ο
αποδέκτης, αλλά ένα εκφραστικό μέσο - για να τονισθεί ίσως το δραματικό
περιεχόμενο μέσα από το κοντράστ του με το φαινομενικά αθώο φωνητικό περίβλημα;
Δεν έχω ιδέα. Ξεχωρίζω τον πασίγνωστο «Παλιάτσο», αλλά στη live εκδοχή
του από τη «Συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού» μαζί με τα ενθουσιώδη παλαμάκια
του κοινού.
8) Μια παντελώς άγνωστη
ενορχηστρωτική δοκιμή του στα ρεμπέτικα από το 1977, με το σόλο μπουζούκι του
Χρήστου Κωνσταντίνου και τίτλο «Πριν το χάραμα». Η εργασία του δεν έχει καμία
σχέση με τα τουριστικά ορχηστρικά της Πλάκας∙ αντιθέτως, παίρνει τη σκυτάλη από
τον Χατζιδάκι και τον «Σκληρό Απρίλη του ’45» και αποκαλύπτει όλη την
πολλαπλότητα των ρεμπέτικων μελωδιών, όλες τις δυνητικές διαδρομές τους.
9) Τον στοχαστικό, κριτικό,
βαθιά πολιτικό του λόγο πέρα από τα τραγούδια του, όπως αποκρυσταλλώνεται στα
σύντομα αλλά περιεκτικά σχόλια – δοκίμιά του στην ιστοσελίδα tar και
αλλού. Υπενθυμίζει το πρότυπο του καλλιτέχνη-διανοουμένου που δεν επιζητά μόνο
τη δική του καλλιτεχνική έκφραση αλλά και την ευρύτερη κοινωνική παρέμβαση.
Υπενθυμίζει, δηλαδή, ότι όσα τραγούδια κι αν γράψεις ή τραγουδήσεις δεν μπορείς
να είσαι ευτυχισμένος σε μια κοινωνία που δυστυχεί.
10) Και φυσικά το «Πρωινό
Τσιγάρο», αυτό τον ύμνο της απάνθρωπης προσωπικής ήττας, αυτό το σάουντρακ του
ερωτικού μακελειού, που στοίχειωσε κι έκαψε κάμποσο κόσμο - κόσμο που είχε την
ατυχία να ξημερωθεί στους άδειους δρόμους, με την πόλη να ’χει ρεπό και με σένα να είσαι μία η μοιραία λύση και μία το άλυτο πρόβλημα. Ξεχωρίζω την
αρχική εκτέλεση με τη χορωδία και με τη βυζαντινή χροιά του Σάκη Μπουλά εντός
της.