Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

"Τα αγριόχορτα" (μουσική: Αρετή Κοκκίνου, στίχοι: Ειρήνη Παπαδοπούλου, ερμηνεία: Βασίλης Γισδάκης)




Για τα παιδιά των ναυαγίων, των πολέμων, των νοσοκομείων, των δρόμων, των καταυλισμών, της διπλανής πόρτας.

Από το βιβλίο cd "Tο Σ' Αγαπώ του Κόσμου" (Μετρονόμος, 2022).

Τύμπανα Σωκράτης Γανιάρης
Μπάσο: Βαγγέλης Ζωγράφος
Πιάνο: Ιωσήφ Χυδήρογλου
Κιθάρες : Αρετή Κοκκίνου
Μίξη-mastering: Ιωσήφ Χυδήρογλου, studio Dotwav
Video: Δημήτρης Συλβέστρος


«Όταν ο σπουδαίος Κώστας Φασουλάς με κάλεσε να συμμετέχω ως συνεργαζόμενη συνθέτης στο χειμερινό σεμινάριο στιχουργικής του το 2019 στο Μικρό Πολυτεχνείο ένιωσα μεγάλη χαρά και τιμή. Στην πορεία, απόλαυσα το ταξίδι της γέννησης και της επεξεργασίας του λόγου μέσα από το φίλτρο της τεχνικής αλλά και του συναισθήματος. Η εκφορά του στίχου, που συχνά αποτελεί και δημόσια συναισθηματική έκθεση του γράφοντα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η καθοδήγηση του Κώστα Φασουλά υπέροχη, η όλη εμπειρία ώρες ώρες μυσταγωγική.

Στο σεμινάριο εκείνης της σεζόν συμμετείχαν δεκαέξι ταλαντούχοι άνθρωποι που γνώριζα σιγά σιγά μέσα και από τους στίχους τους. Κάποιοι είχαν ήδη βγει στη δισκογραφία ή είχαν κυκλοφορήσει ποιητικές συλλογές, άλλοι ήταν τότε στα πρώτα τους βήματα. Μεσολάβησε η πανδημία και η απομόνωση, με αποτέλεσμα η δουλειά αυτή να αρχίσει να υλοποιείται στο στούντιο το καλοκαίρι του 2021. Το πέρασμα αυτού του χρονικού διαστήματος δεν έσβησε την όμορφη γεύση της εμπειρίας του σεμιναρίου. Κάθε ένας από αυτούς τους στίχους, κομμάτι των δημιουργών τους, με άγγιξε με ιδιαίτερο τρόπο και δημιούργησε μέσα μου ξεχωριστές εικόνες. Είμαι σίγουρη ότι αυτοί οι στιχουργοί έχουν πολλά ακόμα όμορφα πράγματα να μας δώσουν στο μέλλον. Τους ευχαριστώ γι' αυτό που μοιραστήκαμε και βέβαια ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Κώστα Φασουλά που ήταν ο εμπνευστής της συνάντησης αυτής.

Οι δυο καταξιωμένοι ερμηνευτές της δουλειάς αυτής, ο Βασίλης Γισδάκης και η Αφεντούλα Ραζέλη με τις εξαίσιες, εύστοχες κι ευαίσθητες ερμηνείες τους, έδωσαν την πνοή στα τραγούδια. Άλλοτε τρυφερά κι άλλοτε δυναμικά, απέδωσαν με τον καλύτερο τρόπο το ύφος, τα συναισθήματα και τις εικόνες των τραγουδιών, προσαρμοζόμενοι στη διαφορετικότητα τους! Συγκινητική είναι και η συμμετοχή της Χρύσας Βλάμη στο νανούρισμα που είναι το φινάλε της δισκογραφικής δουλειάς. Τους ευχαριστώ που αγάπησαν αυτήν την ιδιαίτερη δουλειά!!!»

Αρετή Κοκκίνου

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

ΚΥΚΛΟΦόΡΗΣΑΝ ΟΙ ΔύΟ ΝέΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚέΣ ΣΥΛΛΟΓέΣ ΤΟΥ ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ "ΜΙΑ ΔάΦΝΗ" και "ΑΝάΠΟΔΑ Ο άΝΕΜΟΣ" ΣΕ ΚΟΙΝή έΚΔΟΣΗ ΑΠό ΤΟ ΒΑΚΧΙΚόΝ ...

 

( Με πίνακες εξωφύλλων του Χρήστος Κεχαγιόγλου )



 

Μια δάφνη

1.

την πιο με­γά­λη δάφ­νη σ’ όλη τη Βό­ρεια Εύ­βοια, στο σπί­τι μου απέ­ξω, στην πόρ­τα του κή­που, έχω. τη φυ­τέ­ψα­με μι­κρή, κι έγι­νε δέ­ντρο που περ­νάς από κά­τω του, που δεν την κα­τα­λα­βαί­νεις, που την ψά­χνεις ξαφ­νι­κά, πού εί­ναι, πού χά­θη­κε, σαν τη ζωή: πιο με­γά­λη από σέ­να γί­νε­ται, τε­λι­κά, πιο ψη­λή, πιο σκιε­ρή, πιο δέ­ντρο, πιο άν­θρω­πος. και τα φύλ­λα της για το φαΐ της μά­νας μου πο­λύ πα­ρα­πά­νω από την ευω­διά της, πο­λύ πα­ρα­πά­νω από μέ­να πια.

2.

πί­σω από ένα μυρ­μή­γκι ένα άλ­λο μυρ­μή­γκι, ακό­μα πιο αό­ρα­το, ακό­μα πιο βια­στι­κό. κι οι πέ­τρες στο δρό­μο του σαν άλ­λων ζω­ών οι τά­φοι, υπό­γεια πά­νω στη Γη μνη­μεία, οι απο­χρώ­σεις τους κτε­ρί­σμα­τα, ανα­θή­μα­τα, χρυ­σές στα φώ­τα οι πέ­τρες από κά­τω, για τα μυρ­μή­γκια τί­πο­τα, ή όλα, ή κά­τι ανά­με­σα τε­λι­κά, και νε­κροί οι πέ­τρες, και οι πιο τρο­με­ρές με την ακι­νη­σία τους οι πέ­τρες. να κρυ­φτώ κι εγώ σαν τρί­το μυρ­μή­γκι κά­που, πί­σω τους, να στα­θώ βια­στι­κά κι εγώ σαν χρό­νος, σαν ανά­με­σα σ’ όλα κι εγώ πά­νω από τη δάφ­νη μου με­τέ­ω­ρος για πά­ντα.

3.

κοί­τα τον ύπνο! δεν λέ­ει να ση­κω­θεί από­ψε αυ­τός, συ­νέ­χεια δι­κός μου σύμ­μα­χος, δεν λέ­ει ο ύπνος σαν άν­θρω­πος κι όχι θε­ός πια να μειώ­σει τα πρό­σω­πα εντός του, που εκτός του από κά­θε επο­χή πη­γαι­νο­έρ­χο­νται, σαν Νέ­κυια όλο και πιο αχα­νής εκτεί­νο­νται. και φω­νές, πα­ντού φω­νές αναί­μα­κτες, και σκιές χω­ρίς αί­μα έξω άλ­λες, κι εγώ στον δι­κό μου ύπνο μέ­σα ανή­μπο­ρος, μ’ όλους όσους με πλη­σιά­ζουν όλο και πιο ξέ­νος, όλο και πιο άγνω­στος. άυ­πνος, νυ­σταγ­μέ­νος, αδύ­να­μος, αδύ­να­τος σαν άν­θρω­πος κι ο ύπνος μου.

4.

δί­πλα μου η Ρό­δος. σαν να’ χει περ­πα­τή­σει από ’κει χα­μη­λά στον χάρ­τη, με την Κω σαν κο­ρι­τσά­κι κρα­τώ­ντας την απ’ το χέ­ρι, σαν να ’ρ­θα­νε οι δυο τους εδώ από κά­τω, κο­ρι­τσά­κια μου η Ρό­δος κι η Κως, όμορ­φα νιά­τα τα πολ­λών χι­λιά­δων χρό­νων νε­ρά τους, η θά­λασ­σα, οι θά­λασ­σές τους ολό­γυ­ρα, και, ακό­μα πιο βα­θιά, στη μέ­ση του Αι­γαί­ου πη­γαί­νο­ντας, στο βρά­χο εδώ από κά­τω, σαν με βαρ­κού­λες τον Ιλι­σό ξα­να­βρί­σκο­ντας, τον Ιλι­σό ξε­σκε­πά­ζο­ντας κι ακο­λου­θώ­ντας, στο σπί­τι μου, στην οδό Σε­μέ­λης κι η Κως κι η Ρό­δος, δεν ξέ­ρω για­τί, αλ­λά να, κι αυ­τές δί­πλα μου.

5.

ως εδώ, ως εκεί μπό­ρε­σα. η κα­ται­γί­δα των λέ­ξε­ων άλ­λων ως τώ­ρα επο­χών, κι οι έν­νοιες, πο­λι­τι­σμοί ολό­κλη­ροι στο μυα­λό μου μέ­σα το στε­νά­χω­ρο, το μο­νο­τά­ξιο, το μι­κρό, σι­γά―σι­γά κο­πά­ζου­νε. τώ­ρα πια ψι­λό­βρο­χο εδώ μέ­σα ανα­κου­φι­στι­κό, (κι ανη­συ­χία μό­νο για όσα για μας ήθε­λα να γί­νουν), τα μά­τια μου όχι πια δια­πε­ρα­στι­κά, του εγω­ι­σμού τής ζω­ής μου υπά­κουα, απο­φα­σι­στι­κά, απο­φα­σι­σμέ­να. τα μά­τια μου μά­τια εκα­τομ­μυ­ρί­ων πια με­γά­λων παι­διών, της Ιστο­ρί­ας όλης πε­ρί­λη­ψη. τα μά­τια μου όλο και πιο παι­διά, όλο και πιο έκ­πλη­κτα.


 



Ανάποδα ο άνεμος

 

1.

τε­λεί­ω­σαν οι άν­θρω­ποι. τι άχρη­στο, άλ­λω­στε, εί­δος, τι υπερ­φί­α­λο, τι κε­νό. εδώ, ανά­με­σα στις γά­τες, πό­σο πιο κα­λά, πό­σο πιο αν­θρώ­πι­να. με κοι­τά­νε όλες στα μά­τια, με τα ωραία, πο­λύ ωραία, με­γά­λα τους μά­τια, με σέ­βο­νται, με υπο­λή­πτο­νται, με ανέ­χο­νται, με φρο­ντί­ζουν. κι οι πα­τού­σες τους εί­ναι τό­σο τρυ­φε­ρές, μα τό­σο τρυ­φε­ρές! να, σαν καρ­διές οι πα­τού­σες τους μο­νά­χες τους, σαν καρ­διές τέσ­σε­ρις επι­πλέ­ον πά­νω τους, από κά­τω τους, πά­νω μου. κύ­ριοι, κυ­ρί­ες των δυ­νά­με­ων, με τα νύ­χια γύ­ρω τους όχι στέ­φα­νος εξ αγκα­θών, αλ­λά εξό­ρι­στα κι ανι­διο­τε­λή κι αυ­τά πά­νω τους φω­το­στέ­φα­να.

2.

πιο πο­λύ απ’ όλα αγα­πάω το τε­λευ­ταίο που τρέ­χει με το κο­πά­δι, την πιο μι­κρή, την πιο λα­χα­νια­σμέ­νη ζέ­βρα, την πιο όμορ­φη. πιο πο­λύ αυ­τή η ζέ­βρα εί­ναι στη ζωή μου, με τις ρί­γες της σαν ση­μαία μαυ­ρό­α­σπρη κι εξαί­ρε­τη, απ’ όλα τα χρώ­μα­τα της ζού­γκλας ελεύ­θε­ρη, απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη. και το σχέ­διό της, το σχέ­διό μου αυ­τό εί­ναι: σαν σχέ­διο από τον έγ­χρω­μο και κου­ρα­στι­κό πο­λύ πί­να­κα να φύ­γω, σαν αρ­χαϊ­κό σκα­ρί­φη­μα από τον σύγ­χρο­νό μου κό­σμο να δρα­πε­τεύ­σω. για­τί λιο­ντά­ρι και τί­γρη ο χρό­νος γύ­ρω μου, ύαι­νες πει­να­σμέ­νες και ζού­γκλα ο λα­ός μου, ο πά­ντα, ο από πά­ντα πο­λύ επι­κίν­δυ­νος.

3.

κοι­μά­μαι πια και στον ύπνο μου. στα όνει­ρα μέ­σα με βλέ­πω να κοι­μά­μαι, ωραία—ωραία κι ήσυ­χα, κι αυ­τό κά­πως μ’ ανη­συ­χεί. τι όνει­ρα λέω να βλέ­πω έτσι που με βλέ­πω, για­τί να μη μπο­ρώ να τα δω; κι αν πιο μέ­σα στο μαύ­ρο υπάρ­χει κι άλ­λο μαύ­ρο, στο σκο­τά­δι μέ­σα κά­τι ακό­μα πιο σκο­τει­νό, για­τί να το δω, για­τί ακό­μα πα­ρα­πά­νω να στε­να­χω­ρη­θώ; σε κα­νέ­να μου πά­λι όνει­ρο μέ­σα ο άλ­λος εγώ που κοι­μά­μαι δεν ξυ­πνάω, να ρω­τή­σω, να μου πω. κοι­μό­μα­στε κι οι δύο μα­ζί ήρε­μα, κι εγώ μό­νο στο όνει­ρό μου μέ­σα πά­ντα ξα­γρυ­πνάω.

4.

κι από το σι­νε­μά ανά­πο­δα: βλέ­πο­ντας ται­νί­ες, λέ­ξεις στον ακό­μα πιο σκο­τει­νό θά­λα­μο του μυα­λού μου κα­τα­φεύ­γουν, ξυ­πνά­νε, πα­ρα­δί­νο­νται. όπου οι σκη­νές τους όλες μπερ­δε­μέ­νες, οι κα­λύ­τε­ρες όλες μα­ζί, οι χει­ρό­τε­ρες χω­ρι­στά. τις χει­ρό­τε­ρες όμως ξαφ­νι­κά εγώ λυ­πά­μαι ο γέ­ρο­ντας πια, στα πιο απο­τυ­χη­μέ­να της επι­κρά­τειάς τους ση­μεία στρέ­φο­μαι, βρί­σκο­μαι, αφιε­ρώ­νο­μαι. για­τί εκεί το φως ακό­μα πιο λί­γο, ακό­μα πιο ανή­μπο­ρο, ανί­σχυ­ρο, λι­τό. όχι σαν λα­μπρή πο­λύ τε­λευ­ταία ζωή ακρι­βώς πριν τον θά­να­το.

5.

νό­η­μα πά­ντως δεν έχει ού­τε αυ­τός ο άνε­μος, ο ανά­πο­δα τώ­ρα μέ­σα μου, ο ανα­μνη­στι­κός, ο επι­πλέ­ον. από τα ίδια μέ­ρη, από τις ίδιες επο­χές ξα­να­περ­νώ­ντας αλ­λιώς τα ίδια γε­γο­νό­τα για­τί να μου ξα­να­θυ­μί­ζει, τα ίδια πρό­σω­πα για­τί να μη μ’ αφή­νει να ξε­χά­σω; μι­κρή η επι­κρά­τεια της ζω­ής μου για να θυ­μά­μαι τό­σους πολ­λούς και τό­σα πολ­λά, μι­κρός ο χρό­νος μου, όσα πρό­λα­βα να κά­νω και να πω. κι ένα όνο­μα ή δύο, ένας τό­πος ελά­χι­στος θα μου έφτα­νε, θα μου ήταν υπε­ραρ­κε­τός.




Ποι­ή­μα­τα από τη δι­πλή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Σω­τή­ρη Κα­κί­ση Μια δάφ­νη / Ανά­πο­δα ο άνε­μος, που κυκλοφορεί από τις εκ­δό­σεις Βακ­χι­κόν.