Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Δέσποινα Ραφαήλ: «Το σμυρνέικο τραγούδι είναι η κλασική μας μουσική»





Δέσποινα Ραφαήλ: «Το σμυρνέικο τραγούδι είναι η κλασική μας μουσική»

 

Μια κουβέντα με τη νέα ερμηνεύτρια με αφορμή τη συμμετοχή της στη συναυλία «Σμύρνη μου αγαπημένη».

 


Τι σημαίνει για σας η συνεργασία με τον Ανδρέα Κατσιγιάννη και με μια ορχήστρα όπως η Εστουδιαντίνα;

 

Η συνεργασία μου με την Εστουδιαντίνα είναι ένα από τα όνειρα, που είχα την ευλογία, να γίνει πραγματικότητα. Θεωρώ, μάλιστα, ότι ειδικά για έναν νέο καλλιτέχνη, είναι παράσημο και μεγάλο μάθημα, το να συμπράττει με μία τόσο σπουδαία ορχήστρα. Εκτιμώ πολύ και θαυμάζω τον Ανδρέα Κατσιγιάννη για τον επαγγελματισμό του, τα τραγούδια του και συνολικά το έργο του στη μουσική. Κατά την άποψη μου, ο ίδιος αποτελεί έμπνευση για πολλούς και παράδειγμα καλλιτέχνη, ο οποίος δημιούργησε κάτι μοναδικό μέσα από πολλή δουλειά και επιμονή, κατάφερε να γράψει και συνεχίζει να γράφει ιστορία.

 

Με καλλιτεχνικούς όρους, γιατί το σμυρνέικο τραγούδι συνεχίζει να μας αφορά και να μας συγκινεί;

 

Γιατί είναι αληθινό, ανθρώπινο και περήφανο. Φέρει μέσα του όλον εκείνο τον πόνο του έρωτα, του πολέμου και του ξεριζωμού, τις εικόνες μιας Ελλάδας διαφορετικής από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα. Είναι η παράδοσή μας, η ιστορία μας. Μέσα από τα σμυρνέικα τραγούδια, το αίμα και οι ρίζες μας βρίσκουν ξανά τη μνήμη τους και την φωνή τους, οι τόποι και τα πρόσωπα ζωντανεύουν για να μας αφηγηθούν τις μικρές, καθημερινές τους ιστορίες∙ τις χαρές, τις πίκρες και τα βάσανα. Κι έτσι, ουσιαστικά, δεν ξεχνάμε ποτέ!

 

Και πόσο σημαντική θεωρείτε την κληρονομιά του σμυρνέικου για την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού συνολικά;

 

Θεωρώ ότι το σμυρνέικο τραγούδι και εν γένει το παραδοσιακό, είναι η «κλασική μας μουσική». Η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε το ελληνικό τραγούδι από την πιο πρώιμη περίοδό του μέχρι και σήμερα. Ο στίχος, η θεματολογία, οι κλίμακες, τα γλωσσικά και τα μουσικά μοτίβα του, αποτέλεσαν για τους μετέπειτα δημιουργούς μία πολύ πλούσια πηγή έμπνευσης και υλικού. Και φυσικά, δεν μπορούμε να παραλείψουμε να αναφέρουμε τον ζωτικό ρόλο που έπαιξαν οι σπουδαίοι τραγουδιστές-δάσκαλοι του είδους στην εξέλιξη των διαδόχων τους, όσον αφορά στην τεχνική, την ερμηνεία και την έκφραση. Δημιούργησαν ένα μοναδικό στυλ και ύφος, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, θα αποτελεί πάντα σπουδή για τις σύγχρονες και τις επόμενες γενιές. Χρωστάμε πολλά στο σμυρνέικο τραγούδι, αλλά και στον πολιτισμό της Σμύρνης γενικότερα. Αν δεν υπήρχε αυτός, δε θα μπορούσαμε να μιλάμε με τους ίδιους όρους για την μουσική και την παράδοσή μας. Θα ήμασταν άλλη χώρα, άλλη κουλτούρα, άλλοι άνθρωποι.

 





Πώς είναι να κάνεις πρόβες και να τραγουδάς πλάι στην παγκόσμια πρέσβειρα της ελληνικής μουσικής, τη Γλυκερία; Σας έχει πει κάτι για σας, για το σμυρνέικο ή για την τέχνη του τραγουδιού που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;

 

Είναι μία εμπειρία που δε συγκρίνεται με τίποτα στον κόσμο. Να τραγουδάς, δηλαδή, πλάι στο πρότυπό σου, να παρατηρείς πώς δουλεύει, πόσο αγαπά και σέβεται αυτό που κάνει. Η Γλυκερία, δεν είναι μόνο πρότυπο ερμηνεύτριας και επαγγελματία. Είναι επίσης παράδειγμα ανθρώπου, ευγένειας και ανοιχτοσύνης∙ στοιχεία που σπάνια συναντάς. Σπάνια βρίσκεις άτομα στον χώρο αυτό, που σε κάνουν να νιώθεις τόσο ζεστά και οικεία, που σου μιλούν με τόσο ενθαρρυντικά και υποστηρικτικά λόγια.

 

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μία συμβουλή της, η οποία ήταν πολύ σημαντική και πολύ διαφωτιστική για μένα. Ένα βράδυ, μετά τη συναυλία μας, συζητούσαμε και τη ρώτησα: «Ο αμανές διδάσκεται;» (ποια άλλη θα ήταν η καταλληλότερη άλλωστε για να λύσει την απορία μου…). Μου απαντά: «Όχι. Για να τραγουδήσεις αμανέ, πρέπει αρχικά να έχεις αυτά τα ακούσματα, να έχεις ακούσει πολλή μουσική τέτοιου είδους. Με τον καιρό, λοιπόν, δοκιμάζεις, ξεσηκώνεις κάποια μοτίβα, μαθαίνεις να πατάς στους μουσικούς δρόμους κι έπειτα προσπαθείς όλα αυτά που έχεις αποκομίσει, να τα κάνεις δικά σου, ώστε να μπορείς να αυτοσχεδιάζεις. Το σημαντικό στον αμανέ είναι να μιλάει η ψυχή. Κι αυτό το αποκτάς σταδιακά. Γι’ αυτό, αν σε ενδιαφέρει να τραγουδάς αμανέ, αρχικά άκου και παρατήρησε, έπειτα, νιώσε».

 

Όπως επισημαίνει ορθά και το δελτίο τύπου της συναυλίας, η Σμύρνη είναι συνδεδεμένη με την μικρασιατική καταστροφή αλλά παράλληλα το σμυρνέικο τραγούδι γεννήθηκε από την ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών κοινοτήτων. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η συνύπαρξη στις κοινωνίες μας σήμερα, σε μια εποχή όξυνσης του ρατσισμού και της βίας;

 

Βία, φυλετικές διακρίσεις και ρατσισμός υπήρχαν πάντα. Μπορεί στη Σμύρνη οι διάφορες εθνότητες να ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι κατά καιρούς δεν εμφανίζονταν συγκρούσεις και εντάσεις∙ κάτι που προφανώς συνέβαινε, γιατί δεν είχαν όλοι την ίδια, ενωτική νοοτροπία. Και σήμερα ακόμα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι κοινωνίες μας είναι πολυπολιτισμικές και ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά. Υπάρχουν, για παράδειγμα, περιοχές της Αθήνας, όπως η Κυψέλη, όπου η πολυπολιτισμικότητα είναι ολοφάνερη και μάλιστα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της που την κάνουν ξεχωριστή και πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Και πάλι, ωστόσο, τα περιστατικά βίας και ρατσιστικών επιθέσεων δε λείπουν.

 

Γενικώς, είμαι της άποψης, ότι οι λαοί από μόνοι τους δεν είχαν και δεν έχουν να μοιράσουν τίποτα. Ξέρουμε ότι στη Σμύρνη, Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, ζούσαν χρόνια μαζί, αγαπημένοι και μεγαλουργούσαν. Είχε μάθει ο ένας τον άλλον, εκτιμούσε ο ένας τον άλλον, σεβόταν ο ένας τα ήθη και τα έθιμα του άλλου. Πότε κομματιάστηκε όλο αυτό; Όταν κάποιοι αποφάσισαν να ρίξουν τον σπόρο του διχασμού. Κι αυτός ο σπόρος, δυστυχώς, βρίσκει πάντα έδαφος να ανθίσει, διότι υπάρχουν μέσα στις κοινωνίες και εκείνοι οι άνθρωποι, που δεν αγαπούν τον άνθρωπο και που θεωρούν τη διαφορετικότητα κατωτερότητα.

 

Δεν είμαι σίγουρη, αν τελικά, έχουν αλλάξει και πολλά από τότε. Αυτό που πιστεύω, όμως, είναι ότι η σωστή παιδεία και η έμφαση στον σεβασμό της διαφορετικότητας, οποιουδήποτε είδους , μπορεί να ενισχύσει την ανθρωπιά στις κοινωνίες και να εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό τις νοσηρές, ρατσιστικές και διχαστικές ιδεολογίες. Ελπίζουμε πάντα στο καλύτερο!




Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ | ΒίΟΙ ΠΑΡάΛΛΗΛΟΙ Ι


Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής (φωτ. Σ.Κ.)



ΒίΟΙ ΠΑΡάΛΛΗΛΟΙ Ι


Όταν πέθανε ο Στέφανος Κουμανούδης κάπως ξαφνικά, ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος, νομίζω. Πήρα για την κηδεία να του το πω μόνο τον Μανόλη τον Χατζηγιακουμή.

Στο Πρώτο Νεκροταφείο ήταν ελάχιστος ο κόσμος, κι ο Χατζηγιακουμής μου είπε: —Πεθαίνει ένας Κουμανούδης κι είναι ο κόσμος τόσο λίγος… Του είπα: —Σημασία έχει πως είσαι εσύ εδώ.

(Αργότερα, θυμάμαι την κηδεία του μέγιστου βαρύτονού μας, του Κώστα Πασχάλη, πάλι στο Πρώτο Νεκροταφείο, που ο τότε Πρωθυπουργός δεν παρέστη, αλλά ήρθε μισή ώρα μετά, για την κηδεία που ακολουθούσε ενός κομματικού του στελέχους. Όταν το σχολίασα αυτό δημόσια στην Αγνή Μπάλτσα, εκείνη μου απάντησε: —Νομίζετε, κύριε Κακίση, πως είχε ανάγκη ο Πασχάλης από κανένα πρωθυπουργό;).

Ο Κουμανούδης με τον Χατζηγιακουμή δεν γνωρίζονταν προσωπικά ιδιαίτερα, δεν κάνανε παρέα. Όμως, ο ένας μου έλεγε για τον άλλον την ίδια φράση: —Λαμπρός επιστήμων!

Ο Χατζηγιακουμής, όπως κι ο Κουμανούδης, είχαν επιλέξει μετά λόγου γνώσεως την Ιδιωτική Οδό, μακριά από της Ελλάδας τα εχθροπολεμικά ιδρύματα, στο έργο τους δίνοντας σημασία μόνο, ο Στέφανος και στην Επιγραφική Εταιρεία, ο Μανόλης και στη γιγαντιαία μουσική κιβωτό του, ακόμα και στου Ασφενδιού του την ανάσταση.

Πεθαίνοντας ο Μανόλης Χατζηγιακουμής φέτος κατευοδώθηκε από τους μαθητές του, αλλά και από των πραγματικά ουσιαστικών συναδέλφων του τον πραγματικά ουσιαστικό λόγο.


( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )


Σωτήρης Κακίσης



Πηγή: Χάρτης #69, Σεπτέμβριος 2024.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ | ΠόΤΕ Θ' ΑΡΧίΣΕΙ ΤΟ έΡΓΟ ?



Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο (φωτ. Σ.Κ.)




—Πότε θ' αρχίσει το έργο;

Θυμάμαι σαν τώρα να βρισκόμαστε με τον Γιώργο Πανουσόπουλο σ’ ένα θεωρείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με τον Ταχτσή ανάμεσά μας, να παίζεται μια ταινία από τις γνωστές τότε πολλές πολύ αργές και πολύ κουλτουριάρικες, να έχει προχωρήσει σχεδόν μισή ώρα, και να στρεφόμαστε κι οι τρεις ταυτόχρονα και να λέμε την ίδια ακριβώς φράση: —Πότε θ' αρχίσει το έργο;

Οπωσδήποτε ο Πανουσόπουλος με τον Περάκη και τον Τσεμπερόπουλο, από τον Αβδελιώδη ακολουθούμενοι, είναι από εκείνους που δεν «οδήγησαν μια γενιά σε βαθιά χασμουρητά». Αντίθετα, αντιθέτως. Κατάφεραν να κάνουν κινηματογράφο ζωντανό, ταινίες με αρχή, μέση και τέλος, με το ύφος του καθενός τους ευδιάκριτο και πάντα παρόν, με την αξία τους, με τις αξίες τους.

Ο Πανουσόπουλος, μάλιστα, που μαζί του κι εγώ έγραψα δύο σενάρια, για το «Μ’ αγαπάς;» και για το «Μια μέρα τη νύχτα», είχε πάντα, και στη διάρκεια των γυρισμάτων, το μυαλό του ανοιχτό στης ζωής τον συχνά ανώτερο από τα σχέδια των ανθρώπων τρόπο, ώστε να μη νοιώθει ποτέ κανείς στις ταινίες του τις καλές πράγματα αφύσικα κι από τη ζωή λιγότερα να υπάρχουν.

Θυμάμαι τώρα και κάτι άλλο: όταν γύριζε το «Μ’ αγαπάς;» —το έχω άραγε κι αυτό ξαναγράψει; —, στο επεισόδιο με τον Αργύρη Μπακιρτζή οδηγό, στην κηδεία με τον έρωτα στο λεωφορείο, με πήρε μια μέρα από ’κει στο τηλέφωνο να μου πει: —Σωτήρη, έκανα ένα ζουμ στα χωράφια στο τέλος να σβήσω τη σκηνή, και, χωρίς να το ’χω δει από πριν, η κάμερα έδειξε ένα τάφο έξω από το νεκροταφείο, μόνο του στα χωράφια! Τι κάνουμε τώρα, το κρατάμε, ή θα φανεί φτιαχτό, ψεύτικο;

Του είπα τη γνώμη μου. Να το κρατήσει. Γιατί τ’ αληθινά πράγματα και στο σινεμά, πιστεύω κι εγώ, αληθινά μοιάζουν.


(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )

Σωτήρης Κακίσης


Πηγή: Χάρτης, #69

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ | ΜΙΣή ΠΑΤΡίΔΑ


Βάσος Φτωχόπουλλος, Κύριλλος Σαρρής, Σωτήρης Κακίσης (ανέκδοτη φωτογραφία της Έλενας Κωνσταντινίδου, αρχείο Σ. Κ.)



ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ | ΜΙΣή ΠΑΤΡίΔΑ

 

Αν χανόταν η μισή Ελλάδα ξαφνικά, μέσα σε λίγες μέρες, κι ο ελλαδικός χώρος έφτανε πια —όπως μια φορά κι έναν καιρό— ως τη Λάρισα, αν όπως χάθηκε η μισή Κύπρος πριν πενήντα χρόνια —κι ας πολέμησες κι εσύ, κι ας έκανες ό,τι μπορούσες—, αν το σπίτι σου, το ιατρείο του πατέρα σου κοβόταν στη μέση, πάνω ακριβώς στην πράσινη μετά γραμμή, αν τόσων φίλων σου γκαρδιακών οι τόποι ήσαν πια αλλού, αιχμάλωτοι, με τι κουράγιο θα μπορούσες να συνεχίσεις, να υπάρχεις;

 

Κι όμως. Γιατρός πια στην Αθήνα, σώζοντας εκατοντάδες ασθενείς από την ασθένεια που κι εσύ θα έφευγες μια μέρα, ταυτόχρονα ζωγράφος ιδιαίτερος, απόρρητος, συγκινητικός, στα βιβλία, στην τέχνη, στην ένωση όλων των τρόπων τους αφιερωμένος, θα έβρισκες τη δύναμη να συνεχίσεις, να υπάρξεις στην πρώτη πάλι γραμμή αυτού του άλλου πολέμου, με τον εαυτό σου όπλο πάντα πανίσχυρο, τρομερό.

 

Κι η μισή πατρίδα έτσι διπλή, πολύ παραπάνω από γεωγραφικά όρια και φρικτά κόκκινα σύνορα, πολύ πιο στέρεη, πολύ πιο φωτεινή, πολύ πιο πλήρης.


Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
     κανένας δεν ηβρέθηκεν για να την ιξηλείψει [...]
     Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει.                             


Κύριλλος Σαρρής (1950-2024)

 

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)

 

Πηγή: Χάρτης, #67, Ιούλιος 2024.

https://www.hartismag.gr/hartis-67/stigmata/kyrillos-sarris-1950-2024